Σχεδόν δεδομένο πρέπει να θεωρείται, πλέον, ότι οι Δημοκρατικοί θα δώσουν στην Κάμαλα Χάρις το χρίσμα της υποψήφιας για τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί δεν κρύβουν πως, θεωρητικά τουλάχιστον, στις τάξεις τους υπάρχουν και άλλα πρόσωπα που ενδεχομένως είναι πιο ικανά και έχουν περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσουν του Ντόναλντ Τραμπ, τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια και ο κίνδυνος να επικρατήσει χάος στο επικείμενο συνέδριο μοιάζουν να κλείνουν τον δρόμο σε τέτοιου είδους σκέψεις και σενάρια.
Ηδη, για του λόγου το αληθές, την υποψηφιότητά της έχουν σπεύσει να στηρίξουν δημοσίως οι επικεφαλής του κόμματος στο σύνολο των Πολιτειών, κάτι το οποίο έχουν κάνει και οι περισσότεροι κυβερνήτες που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς, όπως επίσης και ο Μπιλ με τη Χίλαρι Κλίντον και η Νάνσι Πελόζι οι οποίοι τάχθηκαν στο πλευρό της νυν αντιπροέδρου. Παρά δε το γεγονός ότι επισήμως δεν την έχουν ακόμη «υιοθετήσει» ούτε ο Μπαράκ Ομπάμα ούτε ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ, είναι πιθανό αυτό να συμβαίνει προκειμένου να διατηρηθεί μια «γραμμή άμυνας» στο εσωτερικό τους, αποτελούμενη από θεσμικά πρόσωπα, η οποία θα παρέμβει την κρίσιμη στιγμή εφόσον αυτό απαιτηθεί.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, το κύριο ερώτημα που τίθεται αφορά το τι είναι ικανή να καταφέρει η Χάρις και πόσες πιθανότητες έχει να κερδίσει το στοίχημα που έχει βάλει με τον εαυτό της, το κόμμα της και ολόκληρη την Αμερική. Αναμφίβολα, όπως αποδεικνύουν το βιογραφικό της και η μέχρι σήμερα πορεία της, πρόκειται για μια πολιτικό εξαιρετικά φιλόδοξη και με αξιοσημείωτες ικανότητες, ειδικά σε ορισμένους τομείς. Αυτό, όμως, είναι προφανές ότι δεν αρκεί, καθώς τα πάντα θα κριθούν αλλού: αφενός, στο εάν τα δυνατά της σημεία υπερτερούν των αδύνατων και, αφετέρου, στο κατά πόσο η ίδια και το επιτελείο της καταφέρουν να πείσουν μερικά εκατομμύρια Αμερικανών που είχαν ήδη αποφασίσει να ψηφίσουν Τραμπ ή το σκέφτονταν σοβαρά ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει προς το καλύτερο τις ζωές τους και δεν αποτελεί μια επιλογή με μεγάλο ρίσκο.
Το μέγεθος του διακυβεύματος και η σύγχυση που επικρατεί αποτυπώνεται στα σχόλια των περισσότερων αμερικανικών και διεθνών ΜΜΕ. «Η ιστορική κίνηση του Μπάιντεν θέτει τους Δημοκρατικούς και τη χώρα σε έναν αβέβαιο δρόμο» σημειώνει χαρακτηριστικά ανάλυση στη «Washington Post», τονίζοντας ότι αυτή η προεκλογική εκστρατεία «δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία» των ΗΠΑ. Στο ίδιο μήκος κύματος και σχόλιο στους «Financial Times», που θεωρεί πως «η ιστορική απόφαση Μπάιντεν βάζει την Κάμαλα Χάρις σε αχαρτογράφητη περιοχή». «Κάμαλα Χάρις, μια επιλογή της τελευταίας στιγμής για την πιο δύσκολη αποστολή» γράφει από την πλευρά του σχετικό κείμενο στην «El Pais», ενώ ο «Economist» στέκεται σκληρά απέναντι στη νυν αντιπρόεδρο: «Της λείπουν το χάρισμα και ο χρόνος» υπογραμμίζει – αν και αμέσως μετά ξεκαθαρίζει πως «αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να νικήσει τον Τραμπ».
Οσο για τις δημοσκοπήσεις, η αλήθεια είναι πως για την ώρα δεν μοιάζουν να σπέρνουν την απογοήτευση στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Αν και το ερώτημα που έθεταν μέχρι στιγμής ήταν υποθετικό, καθώς ο Μπάιντεν δεν είχε ανακοινώσει ακόμη την αποχώρησή του από την κούρσα, η διαφορά που έδιναν οι περισσότερες υπέρ του Τραμπ σε μια μονομαχία του με τη Χάρις ήταν σχετικά μικρή (της τάξης των 2-3 μονάδων) και ενέπιπτε στα όρια του στατιστικού σφάλματος.
Ούτε αυτό, φυσικά, λέει τίποτα από μόνο του. Τόσο επειδή τα δεδομένα είναι πλέον εντελώς διαφορετικά όσο και διότι είναι γνωστό πως η αναμέτρηση θα κριθεί όχι στο πανεθνικό ποσοστό, αλλά στις Πολιτείες-κλειδιά, όπου η Χάρις πρέπει να προσπαθήσει πολύ περισσότερο για να αλλάξει το κλίμα. Οι επόμενες μέρες και εβδομάδες θα είναι κρίσιμες.
Οι «σταθμοί» στη ζωή της
Οσοι και όσες διάβασαν προσεκτικά την επιστολή με την οποία ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την κούρσα για μια δεύτερη προεδρική θητεία θα πρόσεξαν ασφαλώς μία φράση η οποία υποδηλώνει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο έλαβε την απόφασή του: «Παρά το γεγονός πως ήταν πρόθεσή μου να διεκδικήσω την επανεκλογή μου, πιστεύω ότι υπηρετώ καλύτερα το συμφέρον του κόμματος και της χώρας μου να αποχωρήσω» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τι σημαίνουν τα λόγια που επέλεξε; Πολύ απλά ότι ουσιαστικά εξαναγκάστηκε να κάνει πίσω και να πάρει τη μεγάλη και δύσκολη απόφαση εξαιτίας των αφόρητων πιέσεων που δεχόταν επί τέσσερις σχεδόν εβδομάδες. Πιέσεις οι οποίες κορυφώθηκαν τις τελευταίες κρίσιμες ώρες, δηλαδή από το απόγευμα του Σαββάτου ως το μεσημέρι της Κυριακής, ως την ώρα δηλαδή που ο ίδιος ανάρτησε στο Χ την επιστολή του, αλλάζοντας ριζικά το πολιτικό και προεκλογικό τοπίο.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ πολλών ΜΜΕ που επικαλούνται πηγές από το πολύ στενό περιβάλλον του Μπάιντεν, τον πιο καθοριστικό ρόλο έπαιξαν δύο άνθρωποι οι οποίοι είναι στο πλευρό του εδώ και χρόνια και σε όλες τις μεγάλες του αποφάσεις, ο Στιβ Ριτσέτι και ο Μάικ Ντόνιλον, οι οποίοι μετέβησαν στην κατοικία του στο Ντέλαγουερ σε «ειδική αποστολή» – έχοντας, προφανώς, εξουσιοδότηση από κορυφαία στελέχη να μη φύγουν από εκεί εάν δεν τον μεταπείσουν.
Πράγματι, στη συνάντηση που είχαν μαζί του μετέφεραν μια αλγεινή εικόνα την οποία συνέθεταν οι «κρυφές» δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχναν ότι οι ελπίδες του για επικράτηση έναντι του Τραμπ είχαν σχεδόν εξανεμιστεί, η δυσφορία των «χορηγών» των Δημοκρατικών και, τέλος, η πρόθεση δεκάδων βουλευτών και γερουσιαστών να εκδηλώσουν ανοιχτά μια ανταρσία στην περίπτωση που δεν αποχωρούσε εκουσίως. Κάπως έτσι, το «πρόσω ολοταχώς» που διεμήνυε ο ίδιος στους συνεργάτες του το πρωί του Σαββάτου μετατράπηκε σε ένα πικρό «αντίο».
Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία και θα τα γράψει η Ιστορία.
Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να εμφανίστηκε από την πρώτη στιγμή βέβαιος ότι θα κερδίσει πιο εύκολα την Κάμαλα Χάρις από ό,τι τον Τζο Μπάιντεν, στο επιτελείο του όμως έχει ήδη σημάνει συναγερμός. Κι αυτό διότι το νέο σκηνικό ενδέχεται να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις για το στρατόπεδο του Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι το τελευταίο που θα ήθελαν είναι να πιαστούν απροετοίμαστοι και να μην μπορέσουν να αντιδράσουν εγκαίρως απέναντι σε ενδεχόμενη αλλαγή του πολιτικού κλίματος – κάτι που σύντομα θα φανεί εάν συμβαίνει, όταν θα δουν το φως της δημοσιότητας οι πρώτες δημοσκοπήσεις.
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που στρέφουν ήδη τα πυρά τους εναντίον της, αναζητώντας παράλληλα πυρετωδώς τα πιο αδύνατα σημεία της. «Είναι ο συγκυβερνήτης της εκδοχής του Μπάιντεν», είπε χαρακτηριστικά ένας σύμβουλος του Τραμπ, επιβεβαιώνοντας ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα θα είναι να χαρακτηριστεί συνυπεύθυνη για όλα όσα έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας και έχουν κοστίσει ακριβά στον νυν πρόεδρο (όπως το Μεταναστευτικό, αλλά και η κλιματική αλλαγή). Αρκετοί, μάλιστα, κάνουν λόγο για «μαριονέτα», προσπαθώντας παράλληλα να την απαξιώσουν και να δείξουν ότι δεν ανέλαβε καμία απολύτως πρωτοβουλία και απλώς εκτελούσε εντολές, αποκρύπτοντας παράλληλα τις ανεπάρκειες του Μπάιντεν. Η Χάρις «δεν αντιπροσωπεύει την αλλαγή που αναζητεί η Αμερική», είπε ένας άλλος πολιτικός αναλυτής των Ρεπουμπλικανών, επιχειρώντας προφανώς να «κάψει» προκαταβολικά το επιχείρημα ότι η υποψηφιότητά της φέρνει κάτι δραστικά καινούργιο για τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο, ένας από τους βασικούς μηχανισμούς χρηματοδότησης της εκστρατείας του Τραμπ, το «MAGA Inc», που έχει μέχρι στιγμής συγκεντρώσει εκατομμύρια δολάρια, ανακοίνωσε ότι αποσύρει επειγόντως όλες τις αρνητικές διαφημίσεις που είχε προετοιμάσει για τον Μπάιντεν και θα τις αντικαταστήσει, άμεσα, με νέες που στοχεύουν τη Χάρις. Κάτι που θα αφορά ειδικά τις πολιτείες-κλειδιά, οι οποίες συνήθως κρίνουν το τελικό αποτέλεσμα – όπως η Αριζόνα, η Τζόρτζια, η Νεβάδα και η Πενσιλβάνια, όπου μέχρι σήμερα διατηρεί καθαρό προβάδισμα ο Τραμπ.
Στο στόχαστρο η επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας
Σφοδρά πυρά δέχθηκε χθες η επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, Κίμπερλι Τσιτλ, κατά την ακρόασή της στην αρμόδια επιτροπή της βουλής, για όσα συνέβησαν πριν και μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Ντόναλντ Τραμπ. Η ίδια αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι επρόκειτο για φιάσκο και να αναλάβει την ευθύνη.