Τα καλοκαίρια οι πόλεις έχουν τη τάση να υπερθερμαίνονται. Το τσιμέντο και η άσφαλτος αποθηκεύουν τη θερμότητα του ήλιου για αρκετή ώρα – και έτσι οι μητροπόλεις είναι πολύ ζεστές ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Σήμερα γίνεται ολοένα πιο σημαντικό το να βρούμε τρόπους να «ρίχνουμε» τη θερμοκρασία στις πόλεις. Και εδώ είναι που έρχονται οι λεγόμενοι «διάδρομοι ψυχρού αέρα».
Πέρα από τη ζέστη της μητρόπολης η γύρω εξοχή παραμένει σημαντικά πιο δροσερή, ιδίως τη νύχτα – ένα καλοκαιρινό απόγευμα χωρίς πολλά σύννεφα η θερμοκρασία μπορεί να είναι ακόμη και 15 βαθμούς χαμηλότερη απ’ ό,τι στο κέντρο της πόλης.
Οι χώροι πρασίνου, οι ποταμοί, οι λίμνες, οι σιδηροδρομικές ράγες και οι μεγάλοι δρόμοι με δέντρα στις δύο πλευρές μπορούν να λειτουργήσουν ως διάδρομοι, μέσα από τους οποίους θα μπορεί να φυσάει ο δροσερότερος αέρας των προαστίων προς την καρδιά της πόλης.
Δεδομένου όμως ότι ο δροσερός αέρας είναι πιο βαρύς από τον θερμό και έτσι φυσάει μόλις μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος, τότε μπορεί να παρεμποδιστεί πολύ εύκολα, για παράδειγμα από τα κτήρια. Έτσι, όταν γίνεται ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα, ώστε οι διάδρομοι αυτοί να μένουν κατά το δυνατόν ελεύθεροι.
Πέρα από τα όρια του κέντρου της πόλης υπάρχει λιγότερο τσιμέντο και άσφαλτος και περισσότερη γη, δέντρα και γρασίδι, τα οποία αποθηκεύουν πολύ λιγότερη από τη θερμότητα του ήλιου. Επιπλέον, μέσω της εξάτμισης του νερού από τα φύλλα των πολλών φυτών που έχουν οι περιοχές αυτές, ο αέρας γίνεται πιο δροσερός.
Η τοπογραφία είναι και αυτή πολύ σημαντική. Ο βαρύτερος θερμός αέρας που μαζεύεται ακριβώς πάνω από το έδαφος μπορεί να φυσήξει πολύ δυνατά στην πλαγιά ενός βουνού, για παράδειγμα, και να δημιουργήσει έναν δροσερό άνεμο.
Οι πόλεις που έχουν γύρω τους βουνά ή βρίσκονται σε μία κοιλάδα μπορούν να επωφεληθούν σημαντικά από τους δροσερούς ανέμους, καθώς αυτοί μπορούν φυσώντας στα αστικά κέντρα να διώξουν τον θερμό αέρα προς τα πάνω και να μειώσουν τη θερμοκρασία των δρόμων και των κτηρίων.
Η Στουτγκάρδη, για παράδειγμα, βρίσκεται σε μία κοιλάδα και επιδιώκει να διατηρήσει τους διαδρόμους δροσερού αέρα που διαθέτει. Οι διάδρομοι αυτοί πρέπει επομένως να λαμβάνονται υπόψιν κατά τα σχέδια αστικής ανάπτυξης και των νέων κτηρίων σε μία πόλη.
Η σημασία του ψυχρού αέρα από τις γύρω περιοχές για τις πόλεις αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο στα γερμανικά αστικά κέντρα, αλλά και σε διάφορες άλλες μεγάλες διεθνείς πόλεις, όπως στο Νέο Δελχί, τη Λίμα και τη Σεούλ.
Οι μητροπόλεις αυτές αναθέτουν σε μετεωρολόγους να μετρούν τις θερμοκρασίες και τους ανέμους σε διάφορες περιοχές μέσα και γύρω από την πόλη, προκειμένου να φτιάξουν έναν λεπτομερή κλιματικό άτλαντα. Με βάση αυτά τα δεδομένα οι πόλεις μπορούν να σταματήσουν να «κλείνουν» τους διαδρόμους φρέσκου αέρα χτίζοντας κτήρια πάνω τους.
Οι πόλεις μπορούν επιπλέον να λάβουν και άλλα μέτρα, ώστε να μειώσουν σημαντικά την ακραία ζέστη και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής – όπως για παράδειγμα να φυτεύσουν δέντρα πλάι στους δρόμους, να περιορίσουν τη χρήση κινητήρων καύσης ή να φτιάξουν περισσότερα πάρκα.