Σε μερικές ώρες το ημερολόγιο θα γράφει 20 Ιουλίου. Φέτος, η επέτειος της τουρκικής εισβολής είναι διαφορετική από όσες προηγήθηκαν, σημειολογικά τουλάχιστον, καθώς θα έχουν συμπληρωθεί πενήντα χρόνια από εκείνο το ολέθριο πρωινό του 1974. Μισός αιώνας ο οποίος, όσο μικρός κι αν μοιάζει, τελικά για όσους έζησαν τα γεγονότα είναι μια αιωνιότητα που χωρίζει τις γενιές τού τότε και του σήμερα. Την Κύπρο του τότε και του σήμερα. Με ένα κόστος αντίστοιχο. Δυσβάσταχτο. Που περιστρέφεται γύρω από μία και βασική απορία: εάν με όσα άλλαξαν έκτοτε – και δεν υπάρχει κάτι που να μην άλλαξε δραματικά μάλιστα – υπάρχει ακόμα η δυνατότητα επιστροφής στο ένα. Σε ένα νησί ενιαίο, επανενωμένο.
Στην όποια αναφορά στο Κυπριακό, που κι αυτή δεν είναι πια αυτονόητη όπως παλιά καθώς το θέμα δεν ιεραρχείται ως πρώτο στα προβλήματα που απασχολούν την εδώ κοινωνία, οι Ελληνοκύπριοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, προσπαθούν να ανακαλύψουν πιο πολύ από ποτέ πού βρίσκεται το ευκταίο και πού το εφικτό. Πόσο και τι θα άλλαζε μια λύση, για την οποία κανείς δεν είναι σίγουρος πια ότι μπορεί πρακτικά να προκύψει υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά και εάν αυτή η λύση θα ήταν προς όφελός τους, ειδικά με μια Τουρκία η οποία, εξαιρουμένων σύντομων περιόδων με άλλα κίνητρα, ρέπει με ωμότητα προς τον αναθεωρητισμό αλλά και την επεκτατικότητα.
Απλά ειπωμένο, οι Ελληνοκύπριοι, όσο κι αν θέλουν τη λύση – εάν τη θέλουν, διότι για πολλούς έστω και ανομολόγητα δημοσίως η λύση είναι αναγκαστικά το δόγμα «τζείνοι ποτζεί τζαι εμείς ποδά» που πάει να πει «εκείνοι από ‘κεί και εμείς από ‘δώ» –, όσο λοιπόν και εάν η πλειοψηφία επιθυμεί τη λύση, όπως λένε όλες οι δημοσκοπήσεις, το ζήτημα της επόμενης ημέρας είναι σήμερα τόσο δύσκολο όσο δεν υπήρξε ποτέ, μιας και η Τουρκία παραμένει επιθετική και κανείς δεν μπορεί πια να φανταστεί πώς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και να διασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες για την επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου σε βάθος χρόνου. Πολλώ δε μάλλον όταν βλέπουν και τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους να έχουν μετατραπεί πια οριστικά σε μειονότητα στα Κατεχόμενα, να καταπιέζονται παντοιοτρόπως και να υφίστανται μια συστηματική προσπάθεια αφανισμού της δικής τους ταυτότητας και της πλήρους ενσωμάτωσής τους στην Τουρκία.
Το αντεπιχείρημα εμπερικλείεται εν πολλοίς στο ερώτημα πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει ότι η παρέλευση του χρόνου, αναξιοποίητου, δεν δημιουργεί ακόμη πιο επικίνδυνες συνθήκες, αφού το ζητούμενο είναι η επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου. Και είναι ομολογουμένως ένα πολύ λογικό επιχείρημα, ιδιαίτερα εάν σκεφτεί κανείς τα όσα έχουν προηγηθεί και το πώς, χρόνο με τον χρόνο, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, όλο και πιο επικίνδυνα.
Τα διλήμματα αυτά δεν αφορούν βεβαίως μόνο τους πολίτες. Αφορούν και την ηγεσία. Η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί, όπως και οι πλείστες προηγούμενες, να οδηγήσει τα πράγματα στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και προς αυτή την κατεύθυνση έχει διευκολύνει όσο μπορούσε την προσωπική απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ να βρει κάποιο σημείο επαφής ανάμεσα στην ολοφάνερα εκτός του πλαισίου λύσης τουρκική πλευρά, η οποία απαιτεί δύο κράτη, και την ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία παραμένει εντός του πλαισίου, έχοντας όμως ελάχιστα πλέον περιθώρια παραχωρήσεων. Παρά ταύτα, η Λευκωσία συνεχίζει κανονικά την προσπάθεια, έστω και χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες, και αυτό είναι επίσης ολοφάνερο, ελπίζοντας πως η επιμονή του γ.γ. του ΟΗΕ για κάποια πρόοδο τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, θα αποφέρει κάτι. Και το ελάχιστο θα είναι ικανοποιητικό με το αδιέξοδο των ημερών.
Η έλευση του έλληνα Πρωθυπουργού, όπως και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και άλλων εκπροσώπων του ελληνικού λαού για τις εκδηλώσεις μνήμης, δεν περνάει απαρατήρητη στην Κύπρο, όταν μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος εν ενεργεία Πρωθυπουργός της Ελλάδας ο οποίος θα βρεθεί στο νησί ανήμερα την επέτειο της Εισβολής. Απαρατήρητα δεν πέρασαν και τα όσα επίσης πρωτόγνωρα είπε τις προάλλες ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας κατά την εδώ επίσκεψή του, και ειδικά το ότι η Ελλάδα δεν κείται μακράν, προκαλώντας την οργή της Αγκυρας.
Βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή όπου η ένταση φτάνει ακόμα και σε συναυλίες φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως η υστερία που ξέσπασε στα τουρκικά Μέσα για την ακύρωση της εμφάνισης της Δέσποινας Βανδή στη Σμύρνη. Η ελληνίδα τραγουδίστρια ακύρωσε τη συναυλία της που διοργάνωνε το Τουρκικό Ιδρυμα Παιδείας (TEV), καθώς στον χώρο της εκδήλωσης αναρτήθηκε τουρκική σημαία μαζί με αφίσα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η ίδια θεώρησε ότι πολιτικοποιείται μια καλλιτεχνική εκδήλωση και ζήτησε να αναρτηθεί δίπλα στην τουρκική σημαία και μια ελληνική, αλλά οι διοργανωτές αρνήθηκαν.
Και ενώ η Τουρκία ούτως ή άλλως επιλέγει να ανεβάζει συνεχώς στο μάξιμουμ τις προκλήσεις και τις απειλές της, φέρνοντας για την παρέλαση της 20ής Ιουλίου στα Κατεχόμενα τα διαβόητα drones Bayraktar Akinci με βόμβες και πυραύλους βάρους έως και 1,3 τόνων έκαστο, το κλίμα στην Κύπρο δύσκολα αλλάζει και οι ανησυχίες προβάλλουν δικαιολογημένες όσο και εντονότερες μέρα με τη μέρα. Πενήντα χρόνια μετά, λοιπόν, η Μεγαλόνησος θυμάται το χθες. Περισσότερο όμως προβληματίζεται για το αύριο.
Στο λιμάνι της Αττάλειας βρίσκεται από χθες το απόγευμα το ερευνητικό σκάφος Akdeniz Arastirma 1, για το οποίο η Τουρκία, εκδίδοντας παράνομη οδηγία προς ναυτιλλομένους, δέσμευσε θαλάσσια περιοχή που επικαλύπτει περιοχές της κυπριακής και δυνητικής ελληνικής ΑΟΖ. Ο χρονικός ορίζοντας δέσμευσης της περιοχής στην οποία θα κινηθεί στο σκάφος είναι από τις 18 Ιουλίου έως στις 5 Αυγούστου. Ειδικά στο νοτιοανατολικό κομμάτι της δεσμευμένης περιοχής το πράγμα περιπλέκεται καθώς αγγίζει και κυπριακά τεμάχια κοιτασμάτων. «Δεν κάνουν έρευνες επί του βυθού, κάνουν επί της στήλης του ύδατος για την ποιότητα των νερών και τι κάνουν; Θεωρούν ότι όλη αυτή η περιοχή που οριοθέτησαν με τη Λιβύη είναι η περιοχή που έχουν δικαίωμα να κάνουν έρευνες και να λαμβάνουν άδεια μόνοι τους αμφισβητώντας την ελληνική αρμοδιότητα στην περιοχή», σχολίασε (Σκάι) ο βουλευτής της ΝΔ, Αγγελος Συρίγος, για τη νέα πρόκληση.