Παρότι ο μαζικός τουρισμός υπήρξε μια κοινωνική κατάκτηση, καθώς προϋπέθεσε την κατοχύρωση των αδειών μετ’ αποδοχών και μία βελτίωση της οικονομικής θέσης μεγάλου μέρους της κοινωνίας, εντούτοις ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζεται ως κατάρα από τους ανθρώπους που ζουν σε βασικούς προορισμούς και οι οποίοι αισθάνονται ότι πλέον το κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο από τα όποια οφέλη. Οι διαμαρτυρίες που ξεδιπλώνονται σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη ενάντια στον υπερτουρισμό είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικές.
Δύο παράμετροι τροφοδοτούν αυτή την οργή. Η πρώτη είναι ακριβώς η ίδια η μαζικότητα, ο ίδιος ο τρόπος που πόλεις και ευρύτερα τόποι καταλαμβάνονται από τους τουρίστες, με αποτέλεσμα να εξωθούνται οι κάτοικοι και οι δραστηριότητές τους ιδίως από τα κέντρα των πόλεων που μετατρέπονται σε τουριστικά σκηνικά, χωρίς κανένα από τα στοιχεία που όριζαν και τη φυσιογνωμία τους αλλά και την ιδιαίτερη ποιότητα ζωής τους. Η δεύτερη είναι ότι η επέκταση όλων των πρακτικών βραχείας μίσθωσης κατοικιών, μέσα από πλατφόρμες τύπου Airbnb, σημαίνει ότι ο τουρισμός πλέον «απαλλοτριώνει» ένα σημαντικό μέρος του οικιστικού αποθέματος που αφορούσε τους μόνιμους κατοίκους, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των ενοικίων και των τιμών των κατοικιών και τη διαμόρφωση μιας συνθήκης στεγαστικής κρίσης.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την οικολογική διάσταση, από τη συμβολή των αεροπορικών ταξιδιών στην κλιματική αλλαγή μέχρι την εξάντληση φυσικών πόρων όπως το νερό που συνεπάγεται η υπερσυσσώρευση τουριστών, ή την πίεση για «αξιοποίηση» αδόμητων χώρων, καταλαβαίνουμε ότι είναι ένα μοντέλο τουρισμού μη βιώσιμο, ακόμη και εάν αποτελεί πραγματική βιομηχανία για συγκεκριμένες περιοχές ή ακόμη και χώρες και παρότι επιτρέπει μια συμπλήρωση εισοδήματος σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα που μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικά δεν μπορεί παρά να είναι μέτρα που θα διαμορφώνουν έναν κόσμο με λιγότερο τουρισμό, αλλά καλύτερη ποιότητα ζωής για τους κατοίκους αλλά και για τους επισκέπτες.