Σε δύο εξαιρετικά σημαντικές χώρες του κόσμου, άρα σε ολόκληρο τον κόσμο, η δημοκρατία ξαφνικά κινδυνεύει. Με καθοριστική ευθύνη των ανθρώπων που ηγούνται των χωρών αυτών και που, ενώ είχαν αμφότεροι διακριθεί ως υπερασπιστές της δημοκρατίας, τώρα τους ενώνει η έννοια της ύβρεως: συνεχίζουν να αποτελούν μακράν καλύτερη λύση από τους αντιπάλους τους, αλλά πυροδότησαν μόνοι τους εξελίξεις που αποτρέπουν, σχεδόν αποκλείουν, αυτή τη λύση.
Ο Μακρόν ήταν και συνεχίζει να είναι ο νεότερος γάλλος πρόεδρος, ο Μπάιντεν ο γηραιότερος αμερικανός. Ο πρώτος εξελέγη ακριβώς χάρη στα νιάτα και την υποτιθέμενη ανατρεπτικότητά του, ο δεύτερος χάρη στην πείρα και την αίσθηση σταθερότητας που απέπνεε, ιδίως μετά τη μαύρη καταιγίδα των χρόνων Τραμπ. Ο Μακρόν ξεκίνησε ως «κεντρώος» – στην πραγματικότητα, «ούτε δεξιός, ούτε αριστερός» – και οδηγήθηκε σε καθαρά δεξιόστροφες επιλογές: μεταρρυθμίσεις εκ των άνω, ενίσχυση των πλουσίων, τάξη και ασφάλεια, ελιτισμός στην αντιμετώπιση της Παιδείας, της Υγείας αλλά και της διαφωνίας. Ο Μπάιντεν είχε μέχρι την εκλογή του ένα «μετριοπαθές» – στην πραγματικότητα, ουδέτερο – προφίλ, το οποίο οδήγησε στην πιο σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση που γνώρισε η Αμερική από την εποχή του Ρούζβελτ: κρατική στήριξη στην οικονομία, βελτίωση των βασικών υποδομών, «Πράσινη Ανάπτυξη», άπλωμα του δικτύου κοινωνικής προστασίας. Ο Μακρόν έχασε την επαφή με την πραγματικότητα από υπερβολική αυτοπεποίθηση: οι πολίτες γύρισαν την πλάτη στον ίδιο, όχι στις ιδέες του, αλλά κατέληξαν να τις απορρίψουν και αυτές, όταν τις προσωποποίησε μέσα από εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «ή εγώ ή το χάος», «ξανά εκλογές για να ξεστραβωθείτε». Ο Μπάιντεν αδίκησε τον εαυτό του από τη στιγμή που μετέτρεψε την ανθρώπινη και πολιτική γενναιότητά του σε σκέτο πείσμα: ήταν πεντακάθαρα και σε όλους φανερό, ήδη πολλούς μήνες πριν από την καταστροφική τηλεμαχία της προηγούμενης εβδομάδας, ότι δεν είχε ούτε τις σωματικές ούτε τις πνευματικές δυνάμεις για μια νέα θητεία και άρα το βασικό του επιχείρημα – «μόνο εγώ μπορώ να κερδίσω τον Τραμπ» – η ζωή το είχε γυρίσει στο αντίθετό του.
Τη μεγαλύτερη πικρία – αίσθηση όχι απλώς ότι οι «κακοί» κερδίζουν, αλλά και ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να μην κέρδιζαν – γεννούν τρία κυρίως στοιχεία: ότι πλέον είναι πολύ αργά για να σωθεί η παρτίδα, ότι οι δύο μοιραίοι ηγέτες έκαναν πράγματα για τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν με χρυσά γράμματα στην Ιστορία και ότι οι καταστάσεις που φέρνουν οι αντίπαλοί τους είναι γνωστές σε όλους και καταστροφικές για όλους. Η «καλύτερη» για τη Γαλλία εξέλιξη μετά τον αυριανό δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών είναι να μην πάρει την απόλυτη πλειοψηφία η Ακροδεξιά, άρα να μην μπορέσει να κυβερνήσει, αφήνοντας όμως τη χώρα ακυβέρνητη και ανοίγοντας τον δρόμο σε μια προεδρία Λεπέν σε τρία χρόνια. Στις ΗΠΑ ο Τραμπ πήρε σχεδόν αξεπέραστο προβάδισμα, είτε επιμείνει ο Μπάιντεν είτε, κάτι που σήμερα δεν πιθανολογείται, αποχωρήσει – κι αφήσει το κόμμα του σμπαράλια – την ύστατη στιγμή. Κι έτσι, μια ισχυρότατη κληρονομιά κινδυνεύει να αναποδογυριστεί: ενδυνάμωση της Ευρώπης και του πολιτικού λόγου από τον Μακρόν, δημοκρατική και γεωπολιτική εξισορρόπηση, ανθρωπιά και πραγματικά ανορθωτικό έργο από τον Μπάιντεν. Αντ’ αυτών, Τραμπ 2 σημαίνει παγκόσμιος ζόφος – και πόλεμος –, Ακροδεξιά στη Γαλλία, ευρωπαϊκή και δημοκρατική υποχώρηση. Μικρή παρηγοριά ότι εν τω μεταξύ αφίχθηκε ο Στάρμερ.