Από την οικολογική καταστροφή, έως την επίγνωση των τραυμάτων που άφησε η αποικιοκρατία, περνώντας από τα ηθικά ερωτήματα για την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των τεχνολογικών εφαρμογών, ιδίως των ψηφιακών, ο Διαφωτισμός και η εκδοχή ορθού λόγου και χειραφέτησης που εκπροσώπησε έχουν βρεθεί στο στόχαστρο. Από την κριτική των Χορκχάιμερ και Αντόρνο, ήδη στη δεκαετία του 1940, για το πώς μια εργαλειακή ορθολογικότητα μετασχηματίζεται σε βασική διάσταση ενός μηχανισμού καταπίεσης, στις τοποθετήσεις της σύγχρονης οικολογικής σκέψης για το πώς η αντίληψη της επιστήμης ως ελέγχου και κυριαρχίας επί της φύσης βρίσκεται στην απαρχή της σημερινής περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά και στην αποδόμηση των «λευκών», ευρωκεντρικών και πατριαρχικών αντιλήψεων που συναντάμε στους στοχαστές του Διαφωτισμού από σύγχρονα ριζοσπαστικά ρεύματα, είτε φεμινιστικής είτε αποαποικιακής κατεύθυνσης, ο Διαφωτισμός δέχεται πλήγματα πανταχόθεν.
Αυτό θέτει μια σημαντική πρόκληση, θεωρητική αλλά και πολιτική στον πυρήνα της: μπορούμε σήμερα να επιμείνουμε στο πρόταγμα του Διαφωτισμού ή τουλάχιστον να διασώσουμε κρίσιμες παραμέτρους του, χωρίς να κάνουμε το λάθος να καταλήξουμε σε μια απολογητική της σημερινής αρνητικής κοινωνικής, πολιτικής και οικολογικής συνθήκης, όπως συμβαίνει συχνά με όσους σήμερα προσπαθούν να διεκτραγωδήσουν την υποτιθέμενη επιχείρηση ακύρωσης της κληρονομίας του «ορθού λόγου», υιοθετώντας ανοιχτά νεοσυντηρητικές τοποθετήσεις; Ή μήπως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αποδεχτούμε τη μεταμοντέρνα άρνηση κάθε καθολικής απόπειρας ερμηνείας αλλά και μετασχηματισμού του κόσμου ως εκ προοιμίου καταδικασμένης να οδηγήσει σε παραλλαγές κυριαρχίας ή ακόμη και ολοκληρωτισμού;
Με αυτό το ερώτημα αναμετριέται η γαλλίδα φιλόσοφος Κορίν Πελισόν στο βιβλίο της «Ο Διαφωτισμός στην εποχή του έμβιου», που κυκλοφόρησε το 2021 στη Γαλλία και πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Γιάννη Κτενά. Η Πελισόν ως αφετηρία παίρνει τις κριτικές στον Διαφωτισμό από τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ και το πώς ένας εργαλειακός ορθολογισμός οδήγησε σε έναν «ολοκληρωτικό καπιταλισμό που καθιστά τα στερούμενα αυτονομίας άτομα συνεργούς ενός συστήματος θεμελιωμένου στην κυριαρχία (σ. 42). Μόνο που δεν επιδιώκει απλώς να τις προσυπογράψει, αλλά να διερευνήσει εάν μπορούμε να βρούμε ακόμη χειραφετητικές διαστάσεις στο πρόταγμα του Διαφωτισμού και συνάμα να εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους ο ορθός λόγος εξετράπη σε πρακτικές που συνεπάγονται την καταστροφή και του λόγου και της φύσης. Γιατί ταυτόχρονα επιμένει ότι απαιτείται αποτελεσματική αντίσταση απέναντι σε όλες τις παραλλαγές Αντιδιαφωτισμού, είτε εθνικιστικής είτε θρησκευτικής υφής, που επίσης στον πυρήνα τους αναπαράγουν μία αντίληψη κυριαρχική.
Για την Πελισόν καθοριστική είναι η υποτίμηση της έμβιας διάστασης, τόσο ως υποτίμηση της ίδιας της σωματικότητάς μας, όσο και ως υποτίμηση της σχέσης μας με τη φύση. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για μια «φιλοσοφία η οποία εκκινεί από τη σωματικότητα του υποκειμένου» και έτσι «αναδεικνύει τον πάντα σχεσιακό χαρακτήρα του τελευταίου, καθώς και την εξάρτησή μας από τις περιβαλλοντικές, βιολογικές, κοινωνικές και συναισθηματικές συνθήκες της ύπαρξής μας» (σ. 65). Αυτό εξηγεί γιατί η Πελισόν θεωρεί τόσο την οικολογία όσο και τη σύγχρονη αντίληψη για την απόδοση θεμελιωδών δικαιωμάτων και στα ζώα καθοριστικές αφετηρίες ενός νέου Διαφωτισμού, επεκτείνοντας το νήμα από το βιβλίο της «Ηθική της υπόληψης» (στα ελληνικά πάλι από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του καθηγητή Γιώργου Φαράκλα). Σε αντιδιαστολή τόσο με τον ιστορικισμό που αποτελεί βάση της αντίληψης του Χάιντεγκερ για τη μέριμνα, αλλά και την κεντρικότητα του εγώ στον Χούσερλ, η Πελισόν επιστρέφει στον Μερλό – Ποντί για μια φαινομενολογία του έμβιου. Ετσι «το μεγάλο ζήτημα της ζωής δεν είναι πια η επιβεβαίωση της ταυτότητάς μου, αλλά η ευθύνη – μια ευθύνη που είναι ανησυχία για τον άλλον και φόβος να μην καταστραφεί ο κοινός κόσμος» (σ. 103).
Ολα αυτά απαιτούν να στοχαστούμε πέραν αυτού που αποκαλεί ως το «Σχήμα της κυριαρχίας» που αποτελεί κατά την Πελισόν το θεμέλιο του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό σημαίνει πρώτα από όλα μια ανάκτηση της αυτονομίας, που άλλωστε αποτέλεσε και θεμελιώδη έννοια του Διαφωτισμού. Διαλέγοντας το παράδειγμα του φεμινιστικού κινήματος η Πελισόν υπογραμμίζει ότι η χειραφέτηση είναι έργο των ίδιων των υποκειμένων που υφίστανται την καταπίεση, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να καταστεί ορατή η ανδρική κυριαρχία, και όχι υπόθεση αφ’ υψηλού ρύθμισης. Το κρίσιμο στοιχείο είναι το πέρασμα από τη χειραφέτηση στην αυτονομία, δηλαδή την ικανότητα επινόησης και θέσμισης νέων νορμών, επίγνωση των περιορισμών αλλά και των δυνατοτήτων που θέτει το περιβάλλον.
Η κεντρική για την Πελισόν έννοια της υπόληψης (consideration), με τη σημασία που αποδίδει στη μέριμνα για την προστασία του έμβιου και την ευθύνη απέναντι στον κοινό κόσμο, ανασημασιοδοτεί και τη δημοκρατία, δίνοντας χώρο στην πρωτοβουλία και τον πειραματισμό ως αναπόσπαστες πλευρές ενός κοινού ορίζοντα. Καθόλου τυχαία θεωρεί τους αγρότες που με συλλογικές πρακτικές και αλληλοβοήθεια εργάζονται για μια βιώσιμη γεωργία πρωτεργάτες του νέου Διαφωτισμού.
Πέραν των αναγκαίων μετασχηματισμών στην εργασία και την παιδεία η Πελισόν στέκεται στο ζήτημα της τεχνικής. Διαφωνώντας με το σχήμα των «μετανθρωπιστών» που βλέπουν ως χειραφέτηση την προοπτική ο άνθρωπος να υβριδοποιηθεί με τη μηχανή, θεωρώντας ότι από διαφορετική αφετηρία με τον Αντιδιαφωτισμό καταλήγει επίσης στον ολοκληρωτισμό, και επιμένοντας στους υπαρκτούς κινδύνους από αυτό που αποκαλεί, ακολουθώντας τον Γκίντερ Αντερς, «προμηθεϊκή απόκλιση», η Πελισόν θεωρεί ότι η έννοια της υπόληψης επιτρέπει να «συμπεριλάβουμε τα τεχνικά αντικείμενα στον κοινό κόσμο με στόχο να μάθουμε να τα χρησιμοποιούμε, αλλά και για να εντοπίσουμε όσα δεν είναι απαραίτητο να παράγουμε ή να αγοράζουμε» (σ. 289).
Και η Ευρώπη;
Η Πελισόν θεωρεί ότι η Ευρώπη θέτοντας το οικονομικό πάνω από το πολιτικό ξέφυγε από τους σκοπούς της. Ομως, μια στροφή στο οικολογικό πρόταγμα «μπορεί να δώσει στην Ευρώπη νέα πνοή επιτρέποντάς της να παλέψει ενάντια στην απορρύθμιση της αγοράς και να αποφύγει τις περιβαλλοντικές και υγειονομικές καταστροφές. Βασιζόμενη στον Διαφωτισμό στην εποχή του εμβίου, η Ευρώπη μπορεί να ενσαρκώσει ένα μοντέλο πολιτισμού που αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική σε όλες τις μορφές κυριαρχίας».