Την περασμένη δεκαετία μία ολόκληρη γενιά, που πολιτικοποιήθηκε στις αρχές του αιώνα, είτε στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου στο Ιράκ είτε σε μεγάλα φοιτητικά και νεολαιΐστικα ξεσπάσματα, βίωσε μια έντονη εναλλαγή ανάμεσα σε μεγάλα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτά του Occupy!, των Indignados, των Αγανακτισμένων, και μεγάλα πολιτικά κινήματα που φάνηκε ότι μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, μέχρι τις δύο προεκλογικές εκστρατείες του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και τη θητεία του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Σε όλες τις περιπτώσεις οι ελπίδες που γεννήθηκαν ηττήθηκαν με αποτέλεσμα ένα διάχυτο αίσθημα απογοήτευσης, αποκαρδίωσης και κούρασης.
Με τέτοια αισθήματα αναμετρήθηκε και η Χάνα Πρόκτορ, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Στραθκλάιντ στη Γλασκώβη, ύστερα από μια μακρά περίοδο στράτευσης. Και αυτό την έκανε να στραφεί στη μελέτη του τρόπου που σε διαφορετικές στιγμές οι άνθρωποι που στρατεύτηκαν σε μεγάλα κινήματα αναμετρήθηκαν με το βίωμα της ήττας και της συνακόλουθης εξάντλησης. Καρπός της μελέτης το βιβλίο «Burnout. The Emotional Experience of Political Defeat» (Burnout. Η συναισθηματική εμπειρία της πολιτικής ήττας) που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Verso.
Αναζητώντας ιστορικές εμπειρίες ήττας, η Πρόκτορ στέκεται στην Κομμούνα του Παρισιού και πώς βάρυνε ως εμπειρία σε όσους συμμετείχαν σε αυτήν και κατάφεραν να επιβιώσουν της «ματωμένης εβδομάδας» των μαζικών εκτελέσεων για να αντιμετωπίσουν μετά την εξορία σε μέρη όπως η Νέα Καληδονία. Μελετώντας τις μαρτυρίες η Πρόκτορ εντοπίζει το κόστος μιας νοσταλγίας σχεδόν θανατηφόρας για ορισμένους αλλά και τη στάση εκείνων όπως η Λουίζ Μισέλ προτίμησαν να υποστηρίξουν τον αγώνα των ιθαγενών Κανάκ για ανεξαρτησία. Κατά την Πρόκτορ το πρόβλημα δεν είναι η νοσταλγία, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να μετασχηματιστεί σε μια οπτική για το μέλλον, όσο εκείνο το βάρος του παρελθόντος που διαμορφώνει μια αίσθηση αδυναμίας για αλλαγή στο σήμερα.
Η Πρόκτορ στρέφεται στην κατάθλιψη που αποτυπώνεται ως βίωμα έπειτα από μεγάλες περιόδους έντονης πολιτικής στράτευσης, ξεκινώντας από τις μαρτυρίες τριών γυναικών, που πρωτοστάτησαν στο φεμινιστικό κίνημα, την Κέιτ Μίλετ, τη Σούλαμιτ Φάιερστον και τη Λουίζα Πασερίνι, αλλά και συζητώντας με συγγραφείς όπως ο Μαρκ Φίσερ που στοχάστηκαν την κατάθλιψη με πολιτικούς όρους, ως αποτέλεσμα ενός «καπιταλιστικού ρεαλισμού» που κάνει τον σημερινό συσχετισμό να φαντάζει αναπόδραστος. Εντοπίζει έτσι την αντίθεση ανάμεσα σε έναν χρόνο της πολιτικής στράτευσης, όταν όλα έδειχναν επείγοντα, και τον ακίνητο χρόνο της ήττας.
Στη συνέχεια στρέφεται στο σύμπτωμα που επέλεξε ως τίτλο του βιβλίου της: το burnout. Σημειώνει ότι ήδη από τη δεκαετία του 1970 ο Χέρμπερτ Φροϊντενμπέργκερ, που εισηγήθηκε τον όρο, υπογράμμιζε ότι δεν αφορά μόνο την κόπωση από το να κάνει κάποιος πολλά πράγματα αλλά και την απογοήτευση όταν η επένδυση σε ένα πολιτικό οδηγεί σε διάψευση, στοιχείο που κατά την Πρόκτορ επιτρέπει να δούμε το burnout ως κάτι που αφορά και τα κινήματα. Σημειώνει, όμως, ότι η ιδιαίτερη έμφαση που αποδίδουν τα σύγχρονα κινήματα και στην ανάπτυξη σε πρακτικές όπως οι αλληλέγγυες δομές υγείας παραπέμπει και σε μια δυνητική θεραπεία. Ως προς το ζήτημα της εξάντλησης με την ευρύτερη έννοια που αφορά την κατάσταση ανθρώπων ύστερα από μεγάλους κύκλους πολιτικής και κινηματικής στράτευσης και δραστηριοποίησης, σημειώνει την καταγραφή υψηλών ποσοστών «νευρασθένειας» αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και στη σταδιακή εξάντληση της αρχικής επαναστατικής δυναμικής, ενώ στο μυθιστόρημα «The Salt Eaters» της Τόνι Κέιντ Μπάμπαρα βρίσκει ακριβώς μια συζήτηση των επιπτώσεων που έχει η εναλλαγή έντονης στράτευσης και περιόδων ήττας.
Στρεφόμενη στο ζήτημα της πικρίας που συνοδεύει περιόδους ήττας η Πρόκτορ ασχολείται με τα αντιφατικά χαρακτηριστικά που παίρνει η διαδικασία της κριτικής και αυτοκριτικής εντός κινημάτων, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα ή στο πλαίσιο της ιαπωνικής Επαναστατικής Αριστεράς ή άλλων ένοπλων κινημάτων αυτό παίρνει τη μορφή μιας άκαμπτης αυστηρότητας και ενός ασκητισμού, στοιχεία που συναντά και σε πρακτικές συνειδητοποίησης που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της αντίληψης ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό». Η τρίτη ενότητα του βιβλίου στρέφεται στις έννοιες του τραύματος και του πένθους. Η Πρόκτορ επιμένει στην ανεπάρκεια του τρέχοντος ορισμού του τραύματος και της διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), που μένοντας στο γεγονός δεν κατορθώνει να διακρίνει ανάμεσα στο τραύμα και την ενοχή, ενώ επισημαίνει ότι σε πείσμα της «βιομηχανίας του τραύματος» που αντιμετωπίζει εξατομικευμένες περιπτώσεις, παραδείγματα όπως της Χιλής δείχνουν ότι πολύ πιο αποτελεσματική είναι η στράτευση σε μαζικά κινήματα που εμπεριέχουν μια αναδρομική απάντηση στη βαναυσότητα προηγούμενων δεκαετιών. Και καθώς η Πρόκτορ επισημαίνει ότι η αγωνιστική κινητοποίηση ως τρόπος διαχείρισης του ίδιου του πένθους είναι κάτι που συναντάμε στην ιστορία των κινημάτων, καταλήγει ότι παρά το κόστος της στράτευσης τελικά μόνο ο αγώνας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό αποτελεί έξοδο από τη μελαγχολία και την εξάντληση.
Η Πρόκτορ επιμένει στην ανάγκη να αναμετρηθούμε με τα βιώματα της εξάντλησης, της κατάρρευσης, της κατάθλιψης, του τραύματος και του πένθους, όχι για να παραδεχθούμε τη ματαιότητα της πολιτικής και κοινωνικής στράτευσης, αλλά για να κατανοήσουμε ότι η απάντηση δεν είναι απλώς η ελπίδα, αλλά πρωτίστως η συνέχιση του αγώνα. Γι’ αυτό και τελειώνει με την προτροπή του Μάικ Ντέιβις: «Αγωνιστείτε με ελπίδα. Αγωνιστείτε χωρίς ελπίδα. Αγωνιστείτε σε κάθε περίπτωση».