Τι είναι η μεταπολίτευση; Μια εορταστική στιγμή, εκείνο το καλοκαίρι του 1974; Μια περίοδος μετάβασης στη δημοκρατία που άρχισε με την κατάρρευση της δικτατορίας και ολοκληρώθηκε με την έγκριση του νέου δημοκρατικού συντάγματος το καλοκαίρι του 1975 ή έστω με την πρώτη ομαλή εναλλαγή στην εξουσία το 1981; ‘Η μια ιστορική εποχή που συνεχίζεται; Ή μήπως μια περίοδος που κάποτε έφθασε σε ένα τέλος;
Τα ερωτήματα αιωρούνταν τρεις ολόκληρες ημέρες στο κέντρο της Αθήνας, σε μια αίθουσα της «Μεγάλης Βρετανίας», στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, και έγιναν προσάναμμα μιας συζήτησης που απλώθηκε από τους θεσμούς, την πολιτική, την οικονομία ως τις καθημερινές συμπεριφορές, τις κοινωνικές τάσεις, το θέατρο, τη μουσική, τη λογοτεχνία και το σινεμά και χώρεσε πολλούς, από τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά ως τον Διονύση Σαββόπουλο.
Επιστροφή στα βασικά. Τα 50 χρόνια που μας χωρίζουν από την 24η Ιουλίου του 74 ήταν, πρώτον, μια πρωτοφανής στην ελληνική ιστορία περίοδος δημοκρατικής κανονικότητας. Οπου διεξήχθησαν 20 εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς καμιάς οι συνθήκες διεξαγωγής ή το αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν. Μέτρο σύγκρισης: Στα προηγούμενα 50 χρόνια, από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως το πραξικόπημα του 1967, είχαμε 17 εκλογικές αναμετρήσεις, συχνά με αμφισβητούμενο αποτέλεσμα, σε εναλλαγή με 8 στρατιωτικά κινήματα. Ηταν δεύτερον, η εποχή της μεγάλης ευρωπαϊκής συναίνεσης, στην οποία συνέκλιναν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν στα χρόνια αυτά. Και ήταν, τέλος, μια περίοδος μεγάλης ανοδικής κινητικότητας. Η Ελλάδα του 1974 ήταν μια χώρα όπου το 40% ήταν αγρότες, όπου οι γυναίκες ήταν το ένα τέταρτο μόνον του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, όπου ένας στους τρεις δήλωνε «αγράμματος» ή είχε εγκαταλείψει την εκπαίδευση πριν τελειώσει το δημοτικό και όπου οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν το 10% του συνολικού πληθυσμού.
Ηταν, λοιπόν, κάτι σαν ιπτάμενος δίσκος η μεταπολίτευση, όπως το είπε ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Που πετούσε πάνω από τα κεφάλια μας μέχρι που συνάντησε – κάπου μεταξύ 2008 και 2010, τα χρόνια της χρεοκοπίας – απότομα το έδαφος. Κι έπειτα, για μια σκληρή δεκαετία, συνάντησε την «πρόζα του κόσμου». Ηταν η στιγμή που η μία από τις τρεις τάσεις, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα, διακόπηκε βίαια και αναστράφηκε. Θα μπορούσε να είχαν διακοπεί και οι άλλες δύο, η ευρωπαϊκή συναίνεση και η δημοκρατική κανονικότητα. Αλλά άντεξαν. Στην έρευνα της Metron, που άνοιξε το συνέδριο, η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα καταγράφεται ισχυρότερη παρά ποτέ. Εκείνοι που δηλώνουν «μόνον Ελληνες» είναι σήμερα 43%, ενώ ήταν 47% το 2018 και 54% το 1997. Εκείνοι που δηλώνουν «και» ή «κυρίως» Ευρωπαίοι είναι σήμερα 57%, ενώ ήταν 45% το 1997. Και η Δημοκρατία παραμένει η θετικότερα φορτισμένη αξία για το 89% των πολιτών.
Αυτό είναι, ίσως, το αληθινό «θαύμα» της μεταπολίτευσης, ίσως ακόμη περισσότερο από τη βελούδινη εξέλιξή της τους πρώτους, δύσκολους μήνες της διακινδύνευσης. Αλλά πλάι στο θαύμα, υπάρχει κι ένα τραύμα. Που δεν έχει επουλωθεί.
Αποτυπώνεται στον πιο ενδιαφέροντα πίνακα της Metron. «Σε ποια κοινωνική τάξη θα λέγατε ότι ανήκουν οι γονείς σας και σε ποιαν ανήκετε εσείς;», είναι το ερώτημα. Και οι απαντήσεις, αν κατανεμηθούν ανά γενιά, αποτυπώνουν την αναστροφή της κοινωνικής κινητικότητας τα τελευταία 15 χρόνια. Οι Millennials, όσοι είναι σήμερα μεταξύ 28 και 43 ετών, εκείνοι δηλαδή που όταν άνοιγαν τα μάτια τους στον κόσμο, ο κόσμος τους ήταν εκείνος της οικονομικής κρίσης, πιστεύουν ότι οι γονείς τους ήταν μικρομεσαίοι σε ποσοστό 29%. Οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται μικρομεσαίοι σε ποσοστό 39%. Είναι η πρώτη γενιά όπου η ανοδική κινητικότητα αναστρέφεται. Η γενιά που σε ποσοστό 69% πιστεύει ότι ζει χειρότερα από τη γενιά των γονιών της. Η μόνη γενιά που αισθάνεται «έξω από το κάστρο». Η γενιά που περισσότερο από τις άλλες, παλαιότερες και νεότερες, αμφισβητεί το όφελος από τη συμμετοχή στην Ευρώπη και τη θετική αποτίμηση της μεταπολίτευσης συνολικά. Είναι σαν να υπάρχει μια μαύρη τρύπα στην καρδιά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Σαν οι σημερινοί τριαντάρηδες να δυσκολεύονται να δουν τον εαυτό τους να εκπροσωπείται από την ευρωπαϊκή και δημοκρατική συναίνεση της μεταπολίτευσης.
Πίσω από τους δημοσκοπικούς αριθμούς, οι αριθμοί της οικονομίας. Σε όρους ΑΕΠ, η Ελλάδα το 2007 ήταν στο 77% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Επεσε δραματικά, ανέβηκε λίγο και σήμερα βρίσκεται στο 60% της ευρωζώνης. Η απόσταση μεγάλωσε και παραμένει αβυσσαλέα. Στην ομοιοπαθή Πορτογαλία, το κατά κεφαλή εισόδημα επέστρεψε στα πριν από την κρίση επίπεδα, το 2023. Η Ιρλανδία ξαναβρήκε το προ κρίσης επίπεδο ήδη από το 2013, πριν απ’ την επίσημη έξοδο από το δικό της μνημόνιο. Οι ΗΠΑ το 2011, η ευρωζώνη το 2015. Η Ελλάδα, αντίθετα, η πρώτη από τις χώρες που μπήκαν στη μνημονιακή περιπέτεια, είναι η μόνη που εξακολουθεί να υπολείπεται, και μάλιστα πολύ, από το πριν απ’ την κρίση επίπεδο. Και επειδή όσο εκείνη έπεφτε, οι άλλοι ανέβαιναν έχει βρεθεί από την 11η θέση μεταξύ των 27 της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως προ το κατά κεφαλή εισόδημα, στην προτελευταία, ακολουθούμενη μόνον από τη Βουλγαρία. Οι πραγματικοί μισθοί σήμερα υπολογίζεται ότι είναι 30% χαμηλότεροι από ό,τι το 2007. Και θα χρειαστούν σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις δύο περίπου δεκαετίες ακόμη – και υπό την προϋπόθεση μεγάλων μεταρρυθμίσεων – για να βρεθούμε εκεί που βρισκόμασταν το 2007.
Θα μιλήσουμε πολύ – και δικαιολογημένα – για τη μεταπολίτευση, όσο πλησιάζουμε στην επέτειο. Αλλά πρέπει να εντάξουμε στη συζήτηση εκτός από το θαύμα και το τραύμα. Κι όχι μόνον στη συζήτηση για την επέτειο των 50 χρόνων. Στη συζήτηση γενικά. Στη συζήτηση που προκαλούν οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις και οι ερμηνείες των τάσεων. Στην προεκλογική συζήτηση αυτή καθ’ εαυτή. Στη συζήτηση της επόμενης ημέρας προπάντων. Γιατί ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί, από καμιά πλευρά, ένα συνεκτικό πρόγραμμα ανάταξης των συνεπειών της μεγάλης πτώσης και ανάκτησης της «χαμένης γενιάς». Εκείνης που ήρθε στον κόσμο μετά την προσγείωση του ιπτάμενου δίσκου.