H δολοφονία της Εγκελέιντα, αγνώστου επωνύμου, από τον πρώην σύζυγό της, δεν θα γίνει αντικείμενο ενδιαφέροντος του ακτιβισμού κατά της πατριαρχίας και των γυναικοκτονιών. Επειδή δεν συντηρεί κανένα από τα στερεότυπα τέτοιου τύπου διαμαρτυριών και επειδή τα πραγματικά στοιχεία δεν βοηθάνε τις κινητοποιήσεις ενός δήθεν μαχητικού αλλά στην ουσία άγονου, αδιέξοδου και χωρίς ουσιαστικές προτάσεις προοδευτισμού.
Καταρχάς, επρόκειτο για ζεύγος ξένων στην Ελλάδα, είναι δηλαδή περίπτωση εισαγόμενης πατριαρχίας ενδεχομένως εκφραζόμενης με πιο σκληρούς όρους απ’ ό,τι εκφράζεται στη σημερινή ελληνική κοινωνία (αλλά τους ξένους δεν τους κρίνουμε όπως κρίνουμε τους δικούς μας). Δεύτερον, η πολιτεία είχε ενδιαφερθεί για τα προβλήματα στη σχέση του άλλοτε ζευγαριού, ο δολοφόνος την επομένη του φόνου θα έπρεπε να είναι στο δικαστήριο ενώ το γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας επικοινωνούσε συχνά μαζί της, της είχε προτείνει να πάει σε safe house, σε ασφαλή χώρο που λειτουργεί με ευθύνη της πολιτείας, αλλά είχε άλλες εκκρεμότητες και δεν ήταν δυνατόν. Παρ όλα αυτά, ο άνδρας που απειλούσε συστηματικά ότι θα τη σκοτώσει, βρήκε τον χρόνο και τον τρόπο να το κάνει.
Παρότι η περίπτωση της Εγκελέιντα είναι τυπική περίπτωση υψηλού κινδύνου, η πολιτεία πρακτικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο. Η επιλογή μιας ασφαλούς τοποθεσίας για όσο διαρκεί η απειλή από το υποψήφιο θύμα δεν ήταν δυνατή για αντικειμενικούς λόγους που σχετίζονταν με τις υποχρεώσεις του θύματος. Η βίαιη συμπεριφορά του δολοφόνου της ή οι απειλές εναντίον της υπέχουν συγκεκριμένη νομική αντιμετώπιση και δεν ήταν δυνατή η στέρηση της ελευθερίας του με βάση τους νόμους.
Τα αντικειμενικά γεγονότα κάνουν ανίσχυρους τους ριζοσπάστες της διαμαρτυρίας. Επιδιώκουν να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη δολοφονία γυναικοκτονία (ήδη το έχουν κερδίσει στην κοινή δημοσιογραφική γλώσσα, που έχει υιοθετήσει τον όρο), αλλά τι νόημα έχει μια νομική κατοχύρωση ενός όρου πρακτικά άχρηστου, αφού ούτως ή άλλως η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής από πρόθεση τιμωρεί όποιον τη διέπραξε με την ανώτατη ποινή των ισοβίων; Καταγγέλλουν την άδικη κοινωνία που είναι πατριαρχική, αλλά σε τι θα άλλαζαν τα πραγματικά περιστατικά αν ο λόγος της καταγγελίας τους ήταν ιδεολογικά κυρίαρχος; Και συνήθως τα ρίχνουν στην αστυνομία για πλημμελή στήριξη των θυμάτων – κάτι που ίσχυε στην προηγούμενη ανάλογη δολοφονία, αλλά δεν ισχύει στη δολοφονία του Μενιδίου.
Το κίνημα, ως συνήθως, επιλέγει το θέαμα και επιδιώκει να κλέβει τις εντυπώσεις. Η διαμαρτυρία είναι εύκολη. Αλλά τέτοιες διαμαρτυρίες δεν παράγουν προτάσεις ουσίας. Τι μπορεί να κάνει η πολιτεία επί του συγκεκριμένου πεδίου, όχι όταν κατανικηθεί η πατριαρχία και έχει εγκαθιδρυθεί ο παράδεισος χάρη στη δικαιοκρισία της κυρίαρχης, τότε, γυναικείας ταυτότητας;
Στην πραγματικότητα, μόνο ένα πράγμα: να αλλάξει τους νόμους, αν αντέχει (επειδή και τότε θα βρεθεί ένα προοδευτικό κίνημα, το ίδιο ή λίγο διαφορετικό, να καταγγείλει το κράτος ως αυταρχικό). Και η αλλαγή αυτή, όπως εξηγεί σε μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση ο νομικός Γιώργος Ξένος (booksjournal.gr), πρέπει να είναι ο εφ’ όρου ζωής υποχρεωτικός διαχωρισμός υποψήφιου θύτη και υποψήφιου θύματος. «Ή το θύμα θα μεταναστεύσει ή ο θύτης θα εξοριστεί ή θα μπει φυλακή για πολλά πολλά χρόνια, πριν σκοτώσει, και επειδή η συμπεριφορά του έχει τυπολογηθεί αναλόγως». Σκληρούς νόμους, δηλαδή. Τους αντέχουμε;