Ένα πρωτοφανές έγκλημα που διαπράχθηκε σαν σήμερα, πριν από 59 χρόνια, έγινε με δηλητηριασμένους κουραμπιέδες, στιγματίζοντας τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα.
Όλα έγιναν σε ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, με θύματα δύο μικρά παιδιά και τον παππού τους, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους από… δηλητηριασμένους κουραμπιέδες.
Δράστης μια 54χρονη παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά από την Αμφιλοχία και στόχος της η 29χρονη αρραβωνιαστικιά του εραστή της. Για να την εξοντώσει, η γυναίκα δεν δίστασε να ρίξει παραθείο στους κουραμπιέδες.
Όμως «όλα πήγαν στραβά» και αντί να δολοφονήσει τη γυναίκα που αντιπαθούσε, πήρε στο λαιμό της, τα δύο μικρά ανίψια της 29χρονης αλλά και τον πατέρα της.
Δεν ήταν μόνο αυτοί οι τρεις που γεύτηκαν τους «κουραμπιέδες του θανάτου», καθώς δύο ακόμη γυναίκες έφαγαν από το κουτί της 54χρονης και δηλητηριάστηκαν – παρότι ευτυχώς γλίτωσαν το θάνατο.
Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1965 έφτασε στο σπίτι της οικογένειας της 30χρονης Βασιλικής, στο χωριό Παπαδάτος Ξηρομέρου στην Αιτωλοακαρνανία, ένα κουτί με κουραμπιέδες. Το κουτί με τα γλυκά παρέλαβε ο πατέρας της νεαρής κοπέλας καθώς εκείνη είχε πάει επίσκεψη σε μια φίλη της.
Ο 68χρονος Δημήτρης άνοιξε το κουτί και δοκίμασε έναν κουραμπιέ. Αμέσως μετά κέρασε με τα λαχταριστά γλυκίσματα τις δυο εγγονές του, 2,5 και 3,5 ετών, που βρίσκονταν στο σπίτι, λόγω της ημέρας.
Λίγη ώρα αργότερα, ο άνδρας και τα δυο παιδιά διαμαρτυρήθηκαν για ισχυρούς πόνους στην κοιλιά. Και το κακό δεν άργησε να γίνει καθώς ο 68χρονος και οι δυο εγγονές του άφησαν την τελευταία τους πνοή στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί δεν κατάφεραν να τους βοηθήσουν.
Οι έρευνες των αστυνομικών επικεντρώθηκαν στο κουτί με τους κουραμπιέδες, επιχειρώντας να βρουν τον αποστολέα του δέματος, αλλά και τον λόγο που στοχοποίησε την οικογένεια της Βασιλικής, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έχασε ξαφνικά τον πατέρα και τις ανιψιές της.
Τελικά, το θανατηφόρο δέμα είχε σταλεί από την 40χρονη Ειρήνη. Η «φαρμακεύτρια», όπως θα την αποκαλέσει ο τύπος της εποχής αργότερα, διατηρούσε δεσμό με τον αρραβωνιαστικό της Βασιλικής.
«Φαίνεται όμως πως δε νοιαζόταν και πολύ για την κοπέλα. Τον είχαν σκλαβώσει τα θέλγητρα της σαραντάρας Ειρήνης και δεν είχε μάτια για άλλη γυναίκα» γράφεται στις εφημερίδες.
Ο λόγος που ο 25χρονος Βασίλης δεν χώριζε την αρραβωνιαστικιά του, ήταν η προκαταβολή προίκας που είχε λάβει από τους γονείς της. Αν την χώριζε θα έπρεπε να επιστρέψει τις 40.000 δραχμές, αλλά είχε ήδη σπαταλήσει μέρος των χρημάτων.
Η δίκη της «φαρμακεύτριας» ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Δεν ήταν μόνη στο εδώλιο, αφού είχε παραπεμφθεί και ο νεαρός Βασίλης για ηθική αυτουργία.
Πρώτος μάρτυρας στην υπόθεση ήταν η Βασιλική, που υπήρξε και ο στόχος των θανατηφόρων κουραμπιέδων. Διατηρώντας την ψυχραιμία της, ανέβηκε στο βήμα και υποστήριξε ότι ήταν βέβαιη πως τα δηλητηριασμένα γλυκά εστάλησαν μετά από υπόδειξη του Βασίλη, ο οποίος τον τελευταίο καιρό «είχε αρχίσει να κάνει νερά».
Αυτό υποστήριξε και η 40χρονη Ειρήνη στο δικαστήριο, λέγοντας: «Διατηρούσαμε δεσμό. Με εκβίαζε και μου αποσπούσε συνεχώς χρήματα. Δεν έστειλα εγώ τους κουραμπιέδες».
Ο εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης κατά την αγόρευσή του. Χαρακτήρισε «λύκους» αμφότερους τους κατηγορούμενους, θεώρησε την «φαρμακεύτρια» πειθήνιο όργανο του ερωμένου της και ζήτησε την παραδειγματική καταδίκη τους:
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ποινή καθείρξεως 20 ετών για την Ειρήνη, με αναγνώριση του ελαφρυντικού της μέτριας συγχύσεως και αθώωση για τον Βασίλη.