Το ζήτημα του επαναπατρισμού έρχεται στην επιφάνεια μετά την πτώση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία.
Πάνω από 6 εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες (ή το 26% του πληθυσμού πριν από τον πόλεμο) ζουν εκτός χώρας.
Και αυτό χωρίς να υπολογίζουμε τους 7,4 εκατομμύρια που είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι.
Η πλειονότητα που διέφυγε στο εξωτερικό πήγε σε γειτονικές χώρες.
Η Τουρκία είναι μακράν η πρώτη χώρα υποδοχής με βάση τα στοιχεία ως τα τέλη του 2024.
Φθιλοξένησε περισσότερους από 3 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες που αντιπροσώπευαν το 3,5% του πληθυσμού της Τουρκίας, σύμφωνα με την UNHCR.
«Οι περισσότεροι Σύροι δεν ήθελαν να φύγουν από την Τουρκία. Αρχικά σκόπευαν να επιστρέψουν στη Συρία. Καθώς όμως ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι ελευθερίες περιορίζονταν, άρχισαν να σκέφτονται μια πιο μόνιμη εγκατάσταση», εξηγεί η Ελέν Τιολέ, ερευνήτρια στο CNRS, ειδική στα θέματα διεθνούς μετανάστευσης.
Από την άλλη εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες από την Τουρκία ονειρεύονται να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους.
Ένας απ’ αυτούς, ο Αλά Τζαμπέρ περιμένει να περάσει τα σύνορα για να επιστρέψει στη Συρία, μαζί με τη 10χρονη κόρη του, δεκατρία χρόνια αφού ο πόλεμος τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπίτι του.
Ο Τζαμπέρ επιστρέφει από την Τουρκία, χωρίς τη σύζυγό του και τρία από τα παιδιά του καθώς όλοι τους σκοτώθηκαν στους καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν πέρυσι την περιοχή.
«Όπως έκλαψα και για τα παιδιά που έχασα στον σεισμό, σήμερα κλαίω επειδή αφήνω πίσω μου το Χατάι και την Τουρκία», είπε ο Τζαμπέρ, ένας πρώην ναυτικός που έφυγε από τη Συρία το 2011.
«Θεού θέλοντος, τα πράγματα θα είναι καλύτερα απ’ ότι ήταν επί διακυβέρνησης Άσαντ. Επιστρέφουμε επειδή τώρα πιστεύουμε ότι αυτοί που πήραν την εξουσία ήδη κάνουν κάτι για να τερματιστεί η καταπίεση», είπε.
Ο Τζαμπέρ δήλωσε αισιόδοξος για το μέλλον, ενώ συμπλήρωνε τα απαραίτητα έγγραφα για τον ίδιο και την κόρη του Σιρίν, σε μια κινητή μονάδα, στα σύνορα.
«Ο σημαντικότερος λόγος για να επιστρέψω είναι ότι η μητέρα μου ζει στη Λαττάκεια. Εκείνη μπορεί να φροντίζει την κόρη μου, ώστε εγώ να εργαστώ», είπε, προσθέτοντας ότι αισθάνεται ευγνωμοσύνη για την Τουρκία που τους φρόντισε, παρέχοντάς τους πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, καταλύματα και δουλειά.
Αξίζει να σημειωθεί πως η μαζική εγκατάσταση αυτών των προσφύγων στην Τουρκία έχει προκαλέσει εντάσεις με τους Σύριους γίνονται συχνά στόχος βίαιων επιθέσεων και η παρουσία τους ή ακόμα και η απέλασή τους έχει γίνει εσωτερικό πολιτικό ζήτημα στην χώρα.
Μετά την Τουρκία, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στον Λίβανο (783.000 ή 14,8% του πληθυσμού της χώρας), την Ιορδανία (632.000 ή 5,75% του πληθυσμού), το Ιράκ (287.000 ή 0,64% των κατοίκων) και την Αίγυπτο (158.000 ή 0,15% του πληθυσμού).
Στην Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε μεταβατικό πέρασμα στην Ευρώπη για πολλούς Σύριους, υπολογίζεται ότι υπάρχουν 51.000.
Στην Ευρώπη, η Γερμανία προηγείται στη φιλοξενία Σύρων προσφύγων ή αιτούντων άσυλο που ανέρχεται σε 781.000 Σύρους (ή το 0,92% του γερμανικού πληθυσμού), σύμφωνα με την υπηρεσία του ΟΗΕ.
Επίσης 79.000 βρίσκονται στην Ολλανδία το 2024 (0,44% του πληθυσμού) και 87.700 στη Σουηδία (0,87% του πληθυσμού).
Στη Γαλλία, κατεγράφησαν 45.600 Σύροι πρόσφυγες το 2024, που αντιπροσωπεύουν το 0,07% του συνολικού πληθυσμού της χώρας από την αρχή του έτους έχουν υποβληθεί εκεί 4.465 αιτήσεις ασύλου, διευκρινίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν 23.000 ή 0,03% του πληθυσμού.
Η Γερμανία, γηράσκουσα χώρα που αναζητά εργατικό δυναμικό, βρέθηκε στο τέλος της μεταναστευτικής βαλκανικής διαδρομής την περίοδο 2015-2016 και η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ είπε ότι η χώρα είχε την ικανότητα να τους δεχθεί, υπενθυμίζει η Τιολέ.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει θέσει σε εφαρμογή συστήματα υποδοχής και ενθάρρυνε την ένταξή τους μέσω της εύρεσης εργασίας, ιδίως με μαθήματα γερμανικής γλώσσας ή ακόμη και με ισοτιμίες δεξιοτήτων για ορισμένα διπλώματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης, 222.610 άτομα συριακής υπηκοότητας εργάζονται σήμερα στη Γερμανία, καταβάλλοντας τις προβλεπόμενες εισφορές.
Αυτή η μετακίνηση των Σύρων προς τη Γερμανία ήταν «αρκετά γρήγορη» και «επίσης σταμάτησε πολύ γρήγορα», τονίζει η Τιολέ, καθηγήτρια στο Science Po Paris.
Σχεδόν άμεσα μετά την πτώση Άσαντ, κυβερνήσεις κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αναστείλουν το άσυλο που χορηγείται στους Σύρους.
Αν όλοι οι Σύροι επέστρεφαν στα σπίτια τους, περίπου 13 εκατομμύρια εκτοπισμένοι θα βρίσκονταν σε μετακίνηση, σύμφωνα με στοιχεία της UNHCR.
«Καμία χώρα δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί τόσο μαζικές μετατοπίσεις του πληθυσμού της σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι ένα πελώριο έργο που δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη μαζική βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα», συνεχίζει η ερευνήτρια στο CNRS.
«Το ερώτημα δεν περιορίζεται στην επιστροφή εξορίστων, αλλά στο πώς μια χώρα που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο και που δεν έχει πλέον σχεδόν καμία υποδομή μπορεί να επανενσωματώσει τον πληθυσμό της», υπογραμμίζει η ίδια, αναφερόμενη στα προβλήματα στέγασης και παροχής υπηρεσιών ή ακόμα και στην προμήθεια νερού.
«Το ζήτημα της νομιμότητας αυτής της κυβέρνησης και της εξομάλυνσης των διεθνών σχέσεων δεν είναι μόνο θέμα διπλωματίας ή εικόνας. Πρέπει να επιτραπεί στη Συρία να λάβει διεθνή βοήθεια για να ανοικοδομηθεί πολύ γρήγορα και να υποστηρίξει τις πρώτες επιστροφές εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων, πριν από ένα δεύτερο κύμα: αυτό των Σύρων που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό».
«Ωστόσο, όσο πιο ενσωματωμένος κανείς είναι, τόσο λιγότερο θα θέλει να βιαστεί να επιστρέψει στη Συρία, κάτι που δεν είναι κακό για την Ευρώπη, καθώς αυτοί που θα μείνουν είναι οι πιο ικανοί, οι καλύτερα ολοκληρωμένοι», υπογραμμίζει η Τιολέ.
«Πρέπει να έχεις πολύ μεγάλο κίνητρο και πατριωτισμό για να πεις στον εαυτό σου, αν είσαι γιατρός στην Ελβετία ή τη Γερμανία, ότι θα επιστρέψεις και να δουλεύεις διαρκώς υπό επείγουσες ιατρικές συνθήκες, χωρίς να πληρώνεται και να πεθαίνεις από την πείνα στο Χαλέπι», ενώ το μέλλον της χώρας εξακολουθεί να είναι πολύ αβέβαιο.
Στη Γερμανία, ο πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομείων (DKS), Τζέραλντ Γκας, προειδοποίησε χθες Δευτέρα ενάντια στον επαναπατρισμό Σύρων γιατρών που «διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της περίθαλψης, ιδιαίτερα στα νοσοκομεία σε μικρές πόλεις».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ