Ο Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε χθες Δευτέρα ότι το πρώτο μέτρο το οποίο θα εφαρμόσει στο πεδίο της οικονομίας αμέσως αφού ορκιστεί τον Ιανουάριο θα είναι η αύξηση των τελωνειακών δασμών σε προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ από την Κίνα, αλλά και από το Μεξικό και τον Καναδά, αποφάσεις που δικαιολόγησε επικαλούμενος τις κρίσεις των οπιοειδών και της παράτυπης μετανάστευσης.
«Την 20ή Ιανουαρίου, ως ένα από τα πρώτα μου (εκτελεστικά προεδρικά) διατάγματα, θα υπογράψω όλα τα απαραίτητα έγγραφα για να επιβληθούν στο Μεξικό και στον Καναδά τελωνειακοί δασμοί 25% σε όλα τα προϊόντα που εισέρχονται στις ΗΠΑ», ανέφερε, πληκτρολογώντας τη λέξη «όλα» με κεφαλαία γράμματα, ο εκλεγμένος πρόεδρος μέσω Truth Social.
Οι δασμοί «θα παραμείνουν σε ισχύ ωσότου τα ναρκωτικά, ιδίως η φαιντανύλη, και όλοι οι παράνομοι μετανάστες σταματήσουν την εισβολή στη χώρα μας!», πρόσθεσε ο Τραμπ.
Σε χωριστή ανάρτησή του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης που αποτελεί προσωπικό του δημιούργημα, ανήγγειλε επιπρόσθετο δασμό 10%, που θα προστεθεί σε προϋπάρχοντες κι αυτούς που μέλλει να αποφασίσει, σε «όλα» τα «πολυάριθμα προϊόντα που φθάνουν από την Κίνα στις ΗΠΑ».
Δικαιολόγησε την απόφαση αυτή επικαλούμενος την «μαζική» διακίνηση ναρκωτικών προς την αγορά των ΗΠΑ, «ιδίως φαιντανύλης», πολύ ισχυρού οπιοειδούς που ενοχοποιείται κατά μεγάλο μέρος για την συνεχιζόμενη κρίση δημόσιας υγείας στη χώρα του, και συναφώς τις «αθετηθείσες» υποσχέσεις του Πεκίνου για το ζήτημα, όπως ότι θα επιβάλλεται η θανατική ποινή σε διακινητές της ουσίας αυτής ή πρόδρομων χημικών συστατικών της.
Γενικά, υπάρχει η δυνατότητα επίκλησης λόγων εθνικής ασφαλείας για την παράκαμψη των κανόνων που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), όμως τα κράτη μέλη του κατά κανόνα αποφεύγουν την καταφυγή σε αυτή την εξαίρεση, πόσο μάλλον τη μετατροπή της σε εργαλείο για τη διαμόρφωση εμπορικής πολιτικής.
Η αύξηση των τελωνειακών δασμών, που ο Τραμπ χαρακτήριζε συχνά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του «όμορφες λέξεις» ή «αγαπημένη του έκφραση», προεξοφλείτο για καιρό πως θα είναι από τα κλειδιά της μελλοντικής οικονομικής πολιτικής του εκλεγμένου προέδρου. Ο Ρεπουμπλικάνος δεν φοβάται την επανέναρξη των εμπορικών πολέμων, ειδικά με την Κίνα, που είχε πυροδοτήσει κατά την πρώτη του θητεία (2017-2021).
Την εποχή εκείνη, δικαιολόγησε την επιλογή αυτή επικαλούμενος το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας και τις κινεζικές εμπορικές πρακτικές που χαρακτήριζε αθέμιτες, κατηγορώντας το Πεκίνο ιδίως για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η κινεζική κυβέρνηση είχε ανταποδώσει, επιβάλλοντας με τη σειρά της δασμούς που είχαν πλήξει ειδικά τον αμερικανικό αγροτικό τομέα.
Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού απερχόμενου προέδρου Τζο Μπάιντεν διατήρησε σε ισχύ ορισμένους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα κι επέβαλε νέους, στοχοποιώντας συγκεκριμένα είδη.
«Κανένας δεν θα κερδίσει έναν εμπορικό πόλεμο», προειδοποίησε η κινεζική διπλωματία, αντιδρώντας στη χθεσινή αναγγελία του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ. «Η Κίνα πιστεύει πως η οικονομική και εμπορική συνεργασία της Κίνας και των ΗΠΑ είναι αμοιβαία επωφελής εκ φύσεως», πρόσθεσε σε γραπτή τοποθέτησή του ο εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στην αμερικανική πρωτεύουσα, ο Λιου Πενγκγιού.
Από τη δική της πλευρά, η κυβέρνηση του καναδού πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό έκρινε χθες το βράδυ πως η σχέση των δυο χωρών είναι «ισορροπημένη και αμοιβαία επωφελής, πάνω απ’ όλα για τους αμερικανούς εργαζόμενους».
Προτού θυμίσει, εν είδει προειδοποίησης, πως ο Καναδάς είναι «απόλυτα απαραίτητος για τον ενεργειακό εφοδιασμό» των ΗΠΑ.
Στη χώρα αυτή, το 75% των εξαγωγών της οποίας έχει προορισμό την αμερικανική αγορά, η είδηση προκάλεσε σοκ.
Ο πρωθυπουργός της επαρχίας του Κεμπέκ Φρανσουά Λεγκό έκρινε πως εγείρεται «τεράστιος κίνδυνος» για την καναδική οικονομία. Ο ομόλογός του στην επαρχία της Βρετανικής Κολομβίας Ντέιβιντ Έμπι εκτίμησε πως «η Οτάβα πρέπει να απαντήσει με αποφασιστικότητα».
Το Μεξικό «δεν έχει κανέναν λόγο να ανησυχεί», προσπαθούσε να καθησυχάσει η πρόεδρος Κλαούδια Σέινμπαουμ την επομένη των εκλογών στις ΗΠΑ.
Τις τρεις χώρες συνδέει, εδώ και τριάντα χρόνια, συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, για την οποία υπήρξε επαναδιαπραγμάτευση, υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ, κατά την πρώτη του θητεία.
Τα περιθώρια που έχουν οι δυο γείτονες των ΗΠΑ για να «αγνοήσουν τις απειλές του εκλεγμένου προέδρου είναι περιορισμένα», διότι εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από την αμερικανική οικονομία, επισήμανε η Γουέντι Κάτλερ, αντιπρόεδρος του Asia Society Policy Institute, αμερικανικού κέντρου μελετών.
Για τον αναλυτή Γουίλιαμ Ρέινς, προκειμένου να παραμείνει σε ισχύ η τριμερής συμφωνία θα χρειαστεί οπωσδήποτε νέα διαπραγμάτευση το 2026: οι χθεσινές αναγγελίες «είναι κλασική κίνηση του Τραμπ», πρώτα «απειλεί» και «μετά διαπραγματεύεται», παρατήρησε.
Η αναγγελία του την περασμένη εβδομάδα πως θα ονομάσει υπουργό Εμπορίου τον Χάουαρντ Λάτνικ, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας επενδύσεων Cantor Fitzgerald που αντιμετωπίζει με περιφρόνηση ως σκαιότητα την Κίνα, επιβεβαίωσε πως ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει σκοπό να αναγκάσει τους εμπορικούς εταίρους του να αποδεχθούν ευνοϊκότερους για την Ουάσιγκτον όρους και να επαναφέρει, εν μέρει τουλάχιστον, τη βιομηχανική παραγωγή στο έδαφος των ΗΠΑ.
Ειδικά για την Κίνα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει υποσχεθεί την επιβολή δασμών 60% για κάποια προϊόντα, ως ακόμη και 200% για τα αυτοκίνητα που συναρμολογούνται στο Μεξικό.
Έχει σκοπό εξάλλου να προχωρήσει ξανά στην επιβολή δασμών 10 ως 20% στο σύνολο των αγαθών που εισάγονται στις ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη έχει καταστήσει σαφές πως είναι «έτοιμη να αντιδράσει» σε περίπτωση νέων εντάσεων στο εμπορικό πεδίο.
Οικονομολόγοι δεν σταματούν να προειδοποιούν για τη δυνητική νέα άνοδο του πληθωρισμού εξαιτίας της αύξησης των τελωνειακών δασμών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ