Τους υπόλοιπους ηγέτες της ΕΕ, που συγκεντρώθηκαν στη Βουδαπέστη για την άτυπη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με θέμα την προβληματική ανταγωνιστικότητα του μπλοκ, προειδοποίησε η Τζόρτζια Μελόνι, τονίζοντας πως η «αποστολή» των «27» καθίσταται ακόμη πιο επείγουσα, λόγω της απειλής των προστατευτικών εμπορικών πολιτικών «Πρώτα η Αμερική» που υπόσχεται ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
«Μη ρωτάτε τι μπορούν να κάνουν οι ΗΠΑ για εσάς, ρωτήστε τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη για τον εαυτό της», τόνισε χαρακτηριστικά η Ιταλίδα πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας πως «η Ευρώπη πρέπει να βρει μια ισορροπία» και εκφράζοντας την πεποίθηση, «ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε».
Συγκρατημένα ααισιόδοξος φάνηκε, εξάλλου, και ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος δήλωσε ότι «υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα απασχολήσουν συνολικά τις ευρωατλαντικές σχέσεις, αν θα μπούμε για παράδειγμα σε έναν καινούργιο εμπορικό πόλεμο – εύχομαι πως όχι».
Και προσέθεσε πως «υπάρχει ένα περιθώριο να μπορούμε να δούμε μία αποκλιμάκωση ως προς τη ρητορική για την επιβολή δασμών ένθεν και ένθεν, γιατί προφανώς όταν ξεκινάει ένας τέτοιος πόλεμος δεν σταματάει μόνο στις ενέργειες του ενός μέρους».
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είναι θορυβημένοι από την επικείμενη επιστροφή του Τραμπ, όχι μόνο λόγω της εχθρότητάς του προς το ΝΑΤΟ και της αμφιθυμίας του για την Ουκρανία, αλλά και λόγω των οικονομικών συνεπειών της απειλής του να κάνει την ΕΕ να «πληρώσει μεγάλο τίμημα» επειδή δεν αγοράζει αρκετά αμερικανικά προϊόντα.
Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα, υπογράμμισε ότι η ανταγωνιστικότητα «δεν είναι απλώς ένα σύνθημα. Αν είχαμε την ίδια ανάπτυξη με τις ΗΠΑ από την αλλαγή του αιώνα, η Ευρώπη θα είχε 11 εκατομμύρια περισσότερες θέσεις εργασίας. Δεν μπορούμε απλώς να αντιδράσουμε στις αμερικανικές εκλογές, πρέπει να δράσουμε».
Οι ηγέτες επικεντρώθηκαν στη συζήτηση μιας σειράς ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που προτείνονται σε μια σημαντική έκθεση, η οποία δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο από τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, που προειδοποίησε ότι το μπλοκ αντιμετωπίζει μια «αργή και βασανιστική παρακμή», εκτός αν ενεργήσει γρήγορα και αποφασιστικά για να τερματίσει την πολυετή στασιμότητα.
Η αντίδραση της ΕΕ στα οικονομικά της δεινά – και στην επανεκλογή του Τραμπ – παρεμποδίζεται, ωστόσο, από το γεγονός ότι οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της αποδυναμώνονται από πολιτικές κρίσεις στο εσωτερικό της. Η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας κατέρρευσε την Τετάρτη, ενώ ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Επισημαίνοντας ότι η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν αλλάξει τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου εις βάρος της ΕΕ, η έκθεση του Ντράγκι ζητούσε μαζικές πρόσθετες επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ ετησίως στην οικονομία του μπλοκ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 5% της ετήσιας οικονομικής παραγωγής της Ένωσης.
Όμως, οι 170 κύριες συστάσεις της, που περιγράφουν πώς η ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη και παράλληλα να κινηθεί προς μια πιο πράσινη και ψηφιακή οικονομία, η οποία θα είναι ανταγωνιστική σε μια εποχή αυξανόμενων παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και συγκρούσεων, περιείχαν ορισμένες δύσκολες επιλογές.
Οι προτάσεις του Ντράγκι για τη χρηματοδότηση των επειγόντως αναγκαίων πρόσθετων επενδύσεων περιλαμβάνουν περισσότερο κοινό δανεισμό – μια προοπτική που αποτελεί ανάθεμα για τα παραδοσιακά πιο «λιτά» έθνη του μπλοκ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Ο Ντράγκι, ο οποίος παρουσίασε λεπτομερώς την έκθεσή του στους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ που συμμετέχουν στη σύνοδο κορυφής, δήλωσε την Παρασκευή ότι το μπλοκ δεν μπορεί πλέον να αναβάλει ζωτικής σημασίας αποφάσεις, προσθέτοντας πως η «αίσθηση του επείγοντος σήμερα είναι μεγαλύτερη» από ό,τι πριν από μία εβδομάδα.
«Έχουμε αναβάλει πάρα πολλές σημαντικές αποφάσεις προκειμένου να βρούμε συναίνεση» μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, δήλωσε στους δημοσιογράφους, τονίζοντας πως «αυτή η συναίνεση δεν ήρθε, με αποτέλεσμα να έχουμε υποστεί χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη και τώρα στασιμότητα».
Σημείωσε, δε, ότι ο κοινός δανεισμός, τον οποίο ανέλαβε για πρώτη φορά το μπλοκ για να χρηματοδοτήσει τα ταμεία του για την ανάκαμψη από την πανδημία, θα είναι απαραίτητος. «Αλλά δεν είναι η προτεραιότητα – αυτή πρέπει να είναι μια πραγματική ενιαία κεφαλαιαγορά», τόνισε, για να ρέουν επενδύσεις και αποταμιεύσεις σε όλα τα κράτη μέλη.
Την ίδια στιγμή, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, διπλωμάτες και αναλυτές είδαν ένα θετικό και ένα αρνητικό στοιχείο στη συνεχιζόμενη κυβερνητική κρίση της Γερμανίας, η οποία προκλήθηκε όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέλυσε τον φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, καταρρέοντας τον τρικομματικό συνασπισμό.
Πολλοί αναθάρρησαν από την αποχώρηση του αυστηρά λιτού Λίντνερ. «Με τον Λίντνερ εκεί, δεν υπήρχε τρόπος να γίνει συζήτηση για έναν πιο φιλόδοξο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό ή για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της άμυνας σε επίπεδο ΕΕ», δήλωσε ένας διπλωμάτης.
Άλλοι εξέφραζαν την ελπίδα ότι μια νέα γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο εποικοδομητική στην ευρωπαϊκή σκηνή από ό,τι ο σημερινός συνασπισμός, του οποίου οι συνεχείς εσωτερικές διαφωνίες και διαμάχες οδηγούσαν συχνά το Βερολίνο στην αποχή από κρίσιμες ψηφοφορίες.
Ωστόσο, με τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να είναι βυθισμένη σε πολιτικό αδιέξοδο πιθανότατα για αρκετούς μήνες ακόμη, είναι λιγοστές οι ελπίδες να υιοθετηθούν συγκεκριμένα μέτρα για την τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο άμεσο μέλλον.