Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, η Ανίτα Ρόντικ, η ιδρύτρια των Body Shop που πρώτη επικοινώνησε την ιδέα των φυσικών συστατικών στα καλλυντικά, των ανακυκλώσιμων συσκευασιών και του «ηθικού εμπορίου», ήταν επίσης η πρώτη που υπονόησε την έννοια της συμπερίληψης και της αυτοεκτίμησης πριν ακόμη εντρυφήσουμε στους όρους. Ηταν η εποχή των τοπ μόντελ, των σούπερ καλλονών που η ομορφιά και η τελειότητά τους έμοιαζαν εξωπραγματικές. Κι αυτό ακριβώς ήθελε να τονίσει η Ρόντικ. Κυκλοφόρησε λοιπόν από τα Body Shop μια παχουλούτσικη κούκλα με τα στομαχάκια, τις δίπλες και την κυτταρίτιδά της, ενώ το σλόγκαν που τη συνόδευε έλεγε: «Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν δύο δισεκατομμύρια γυναίκες που μοιάζουν με αυτήν την κούκλα και μόνο εκατό που είναι σαν τοπ μόντελ» (για τους ακριβείς αριθμούς δεν παίρνω πια όρκο, αλλά αυτή, περίπου, ήταν η αναλογία).
Από τότε κάναμε πολλά χιλιόμετρα. Οι πασαρέλες γέμισαν με παχύσαρκα μοντέλα, στις καμπάνιες των μεγάλων οίκων πρωταγωνιστούν γηραιές κυρίες και συνομήλικοί τους κύριοι, στην ομορφιά δεν υπάρχουν πια πρότυπα, ιδανικές αναλογίες, κανόνες, έπεσε το ταμπού ακόμη και των δυσμορφιών. Στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας μπορούν να συμμετέχουν πλέον όλες και όλοι. Και μέχρι εδώ, όλα καλά. Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι όσο ανοίγει (και καλά κάνει) η βεντάλια της συμπερίληψης, τόσο δημιουργούνται νέες κατηγορίες που μένουν εκτός. Διανύσαμε, δηλαδή, τόσο δρόμο για να επιστρέψουμε εκεί, περίπου, απ’ όπου ξεκινήσαμε. Εστω και με αντεστραμμένους όρους.
Ο οργανισμός που διοργανώνει τον διαγωνισμό Μις Υφήλιος κατήργησε από εφέτος το όριο ηλικίας που ήταν τα 28 χρόνια. Θεωρήθηκε λοιπόν μεγάλη νίκη της συμπερίληψης κατά του ηλικιακού ρατσισμού το ότι στα καλλιστεία για τη Miss Universe Korea διακρίθηκε μια γυναίκα ηλικίας 81 ετών. Είναι η Τσόι Σουν Χουά, συνταξιούχος νοσηλεύτρια που πριν από δέκα χρόνια άρχισε να ασχολείται με το μόντελινγκ και τώρα ανέβηκε στην πασαρέλα των καλλιστείων μαζί με άλλες τριάντα γυναίκες, στη συντριπτική πλειοψηφία τους κάτω των τριάντα.
Βλέπω τις φωτογραφίες και, πραγματικά, θαυμάζω μια γυναίκα που η ηλικία της δεν την οδήγησε στο περιθώριο. Λεπτή, κομψή, περιποιημένη, είναι μια πολύ γοητευτική φιγούρα. Αναρωτιέμαι όμως πόσες γυναίκες στα 81 τους χρόνια μπορούν να είναι σαν την Τσόι. Γυναίκες που περίμεναν τη σύνταξη όχι για να κάνουν μία νέα αρχή στη ζωή τους αλλά για να τροφοδοτήσουν, με κάθε τρόπο, τη ζωή των παιδιών και των εγγονών τους. Γυναίκες που δεν έχουν χρόνο και έννοια για να ασχοληθούν με τη σιλουέτα τους, ούτε χρήματα για ειδικές διατροφές ή κούρες ομορφιάς. Γυναίκες κουρασμένες που έμαθαν, μια ζωή, να φροντίζουν πρώτα τους άλλους και μετά, αν υπήρχε διάθεση, τον εαυτό τους. Κι αυτό όχι από υποχρέωση αλλά από επιλογή και αγάπη. Και έτσι, φθάσαμε από άλλον δρόμο σε αυτό που έλεγε, τότε, η Ρόντικ. «Υπάρχουν εκατομμύρια 81χρονες σαν αυτές τις γυναίκες και ελάχιστες σαν την Τσόι».
Από χθες έχω ακόμη έναν λόγο να σκέφτομαι ότι κάναμε τόσο δρόμο για να βρεθούμε και πάλι στην αρχή. Κι αυτήν τη φορά, σε μια πολύ μακρινή αρχή, τότε ακόμη που ο άνθρωπος αναγνώριζε το «ανίκητο» της φύσης.
Από τότε ξεγελαστήκαμε ότι μπορούμε να την τιθασεύσουμε. Ή, έστω, να αντιμετωπίσουμε τα ξεσπάσματά της. Εχουμε γερά σπίτια, με δομικά υλικά μεγάλης αντοχής, ειδικές κατασκευές, προγράμματα πρόληψης. Μέχρι να έρθει ο «Μίλτον» και να μας γυρίσει εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Το ότι η γενική εισαγγελέας της Φλόριντα διαμήνυσε στους κατοίκους πως αν δεν φύγουν από τα σπίτια τους, να γράψουν με ανεξίτηλο μαρκαδόρο το όνομά τους στο χέρι τους ώστε να αναγνωριστούν, μετά, τα πτώματά τους είναι σκληρό και σοκαριστικό. Το να κλαίει όμως ο μετεωρολόγος Τζον Μοράλες καθώς περιέγραφε τις επιπτώσεις του επερχόμενου κυκλώνα μάς γυρίζει πίσω, τότε που ο άνθρωπος ένιωθε φόβο και δέος απέναντι στη φύση.
σχολιάστηκε, ακόμη και σε δημοσιογραφικές εκπομπές, το πόσο πολύ έχει αδυνατίσει
η Αντζελίνα Τζολί, κάνοντας μάλιστα ζουμ στα αποστεωμένα χέρια της
Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν αν σχολιαζόταν με τον ίδιο τρόπο μια σταρ επειδή
έχει παχύνει