Τυλιγμένα σε εφημερίδες και ακουμπισμένα πάνω σε άχυρο έμεναν για 93 χρόνια ξεχασμένα σε ένα ράφι στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Κανένας δεν τα είχε αγγίξει και δεν είχε ασχοληθεί μαζί τους μέχρι να φτάσει στα γραφεία του μεγαλύτερου και σημαντικότερου αρχαιολογικού μουσείου της χώρας μια επιστολή από το Μουσείο Τέχνης του Σινσινάτι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι υπεύθυνοι του αμερικανικού μουσείου ζητούσαν να μάθουν αν υπάρχουν αντικείμενα Ινδιάνων στο κτίριο της οδού Πατησίων, ως αντάλλαγμα στα αρχαία ελληνικά αγγεία που διέθεταν εκείνοι στις συλλογές τους, στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Στα αρχεία τους υπήρχε η πληροφορία πως στις αρχές της δεκαετίας του 1930 υπήρξε ανταλλαγή μεταξύ των δύο μουσείων. Και ενώ είχαν στα κιτάπια τους αναλυτικά τα αρχαία ελληνικά αγγεία που είχαν παραλάβει, δεν είχαν καμία αναφορά σχετικά με το τι είχαν στείλει ως αντάλλαγμα στην Αθήνα.
Την απορία των αρχαιολόγων διαδέχθηκε η «ανασκαφή» στις αποθήκες και τα αρχεία του ΕΑΜ. Οπότε το παλιό χαρτοκιβώτιο με το άχυρο εντοπίστηκε σε ένα ράφι. Στο εσωτερικό του, τυλιγμένα προσεκτικά σε εφημερίδες, 19 λίθινα εργαλεία και όπλα, ορισμένα εκ των οποίων τελετουργικά – πελέκεις, σφυριά, μαχαίρια, αξίνες, ξέστρα και αιχμές βελών –, από πυριτόλιθο και χαλαζία, τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους γηγενείς πληθυσμούς της Βορειοανατολικής Αμερικής.
«Πρόκειται για μικρά αριστουργήματα που χρονολογούνται από την 8η χιλιετία π.Χ. έως τον 10ο αι. μ.Χ.» λένε στα «ΝΕΑ» οι δόκτορες Αρχαιολογίας του ΕΑΜ Κατερίνα Βουτσά και Κώστας Πασχαλίδης, οι οποίοι και επιμελούνται την πρώτη παρουσίαση των ιδιαίτερων αυτών αντικειμένων του ινδιάνικου θησαυρού στο πλαίσιο της δράσης «Αθέατο Μουσείο» που έχει καθιερώσει το ΕΑΜ και στο οποίο τίθενται στο επίκεντρο της προσοχής για σύντομο χρονικό διάστημα άγνωστα στο ευρύ κοινό αντικείμενα από τις αποθήκες του που έχουν ξεχωριστές ιστορίες.
Πώς όμως θα ήταν σίγουροι πως τα 19 αυτά αντικείμενα είναι εκείνα για τα οποία ζητούσε πληροφορίες το Μουσείο του Σινσινάτι; Υιοθετώντας τεχνικές αστυνομικής πλέον έρευνας οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν τις εφημερίδες με τις οποίες ήταν τυλιγμένες οι αρχαιότητες. Ηταν σελίδες της «The Cincinnati Enquirer» με ημερομηνία 9 Φεβρουαρίου 1931.
Εν συνεχεία προχώρησαν σε έρευνα των αρχείων τους όπου και εντόπισαν την αλληλογραφία μεταξύ της Ελλάδας και του Αμερικανικού Μουσείου το 1931. Σε ένα από τα έγγραφα – που θα εκτεθεί επίσης –, με ημερομηνία την 11η Μαΐου 1931, ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Παπανδρέου, ζητά εγγράφως τον εκτελωνισμό ενός κιβωτίου από «την Κινγκινάτην» στο λιμάνι του Πειραιά: «…κιβώτιον περιέχον αρχαία των Ινδιάνων της Αμερικής δωρούμενα υπό του Μουσείου της Κινγκινάτης εις ημάς και προοριζόμενα διά το ημέτερον Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον» αναφέρει το κιτρινισμένο δακτυλόγραφο γραμμένο με μπλε μελάνι.
Στο ίδιο έγγραφο, δε, αναφέρεται πως θα παραδοθούν στον διάσημο αμερικανό αρχαιολόγο και ανασκαφέα, μεταξύ άλλων, του ανακτόρου του Νέστορα στην Πύλο, Καρλ Μπλέγκεν, διότι είχε συμβάλει στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η ταύτιση πλέον των αντικειμένων για τα οποία είχαν ζητηθεί πληροφορίες με εκείνα του χαρτοκιβωτίου ήταν σχεδόν βέβαιη.
Για ποιον λόγο όμως δεχτήκαμε την αμερικανική δωρεά και αντιστοίχως αποστείλαμε την επόμενη χρονιά ένα σύνολο αγγείων στο Σινσινάτι; «Ηταν συνηθισμένες τέτοιες ανταλλαγές στα χρόνια του Μεσοπολέμου και είχαν διπλωματικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Τα ελληνικά μουσεία έστελναν συνήθως τα αποκαλούμενα “δεύτερα”, αντικείμενα που ο νόμος επέτρεπε ακόμη και να πωληθούν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ. Μια τέτοια μικρή συλλογή είχε δωριστεί και στον ιάπωνα αυτοκράτορα Χιροχίτο» καταλήγουν οι αρχαιολόγοι.