H δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κόμματος υπήρξε ένα παλιό σχέδιο, μονίμως υπονομευμένο από την (πολεμική) Ιστορία αλλά και τα δεδομένα της χώρας. Στη δικτατορία και στα κέντρα των πολιτικών εξορίστων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι αντιστασιακές οργανώσεις της Κεντροαριστεράς δεν θα αποφύγουν ανταγωνισμούς για την επικράτηση στο πεδίο αυτό. Η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 και η παρουσία φρέσκου αγωνιστικού δυναμικού από το Κέντρο (που αποκτούσε πλέον ριζοσπαστικές αναφορές) έφερνε πιο κοντά το εφικτό του στόχου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αντιληφθεί καλύτερα από άλλους λαμπρούς διανοουμένους και πολιτικούς μιας παλαιότερης εποχής, όπως ο Στρατής Σωμερίτης, ο Γιώργος Μυλωνάς και άλλοι, τη σημασία της «στιγμής». Διαβάζοντας αρχεία και αλληλογραφίες εκείνης της περιόδου ανακαλύπτουμε μια επεισοδιακή κυοφορία γεμάτη συγκρούσεις και δύσκολες αποφάσεις.
Το ΠΑΣΟΚ γεννιέται ως υβριδικός σχηματισμός παθών και πολιτικών οραμάτων. Δεν ήταν μόνο μια ανθρωπογεωγραφία που άρχιζε από ιστορικούς κεντρώους και έφτανε στους ανθρώπους μιας νέας, μαχητικής Αριστεράς πολύ κοντά στο πνεύμα των αντιαποικιακών και αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων. Μιλάμε για μια δυναμική που συνένωνε την ενέργεια των «από κάτω» με μια ισχυρή αρχηγική κουλτούρα, σημείο έλξης και απώθησης για πολλούς δημοκράτες και αριστερούς της εποχής.
Η διαμόρφωση τελικά του συγκεκριμένου κινηματικού-κομματικού φαινομένου αποτέλεσε έναν κόμβο της ελληνικής μεταπολιτευτικής εμπειρίας. Εκ των υστέρων και έχοντας γνώση των εξελίξεων που οδήγησαν στις κυβερνητικές θητείες, στις αλλεπάλληλες κρίσεις και στις αλλαγές ηγεσιών, ξεχνάμε πως στο ΠΑΣΟΚ «οργανώθηκαν» ουσιαστικά οι αντιφάσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Στο βλέμμα των άλλων ήταν φυσικά ένα παράδειγμα «μικροαστικού σοσιαλισμού» ή μια λαϊκιστική κινητοποίηση με παλαιοκομματικές και αρχηγικές πλευρές. Από τους κληρονόμους του ονόματος και της ιστορίας, το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται συνήθως ως μια ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία που κατόρθωσε ώριμους αστικούς εκσυγχρονισμούς και πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η πορεία του ΠΑΣΟΚ φιλοξένησε πάντα ετερογένειες που κατά κανόνα μπορούσαν να συνυπάρξουν δίχως ρήξεις. Τα ρήγματα θα είναι περισσότερο προσωπικά και «συγκρούσεις των Εγώ», λιγότερο ιδεολογικά και προγραμματικά (με την εξαίρεση κάποιων διασπάσεων από τα αριστερά στην πρώτη περίοδο).
Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία αυτών των δεκαετιών και για άλλες χώρες συνειδητοποιούμε πως αρκετά από όσα εντοπίστηκαν από τους παρατηρητές ως «ελαττώματα» της πασοκικής κουλτούρας υπήρξαν και σε κόμματα χωρών με διαφορετικές καταβολές και μεγέθη. Για παράδειγμα, η έντονα φιλοαραβική πολιτική, οι γέφυρες φιλίας με τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ενσωμάτωση «αντιδυτικών» ρητορικών και άλλα στοιχεία διαφοροποίησης από τη μέινστριμ δυτικοευρωπαϊκή και ατλαντική πολιτική συναντώνται σε όλα σχεδόν τα σοσιαλιστικά κόμματα του ευρωπαϊκού Νότου, και ιδίως στη μιτερανική Γαλλία. Πρόκειται για δεδομένα του ύστερου ψυχρού πολέμου και των γεωπολιτικών ισορροπιών στη Νότια Ευρώπη και όχι για κάποιες κομματικές-ιδεολογικές εμμονές. Η ελληνική περίπτωση, ωστόσο, θα αναδείξει έντονα φαινόμενα κομματο-κρατισμού που δεν συναντώνται στον ίδιο βαθμό αλλού. Το ΠΑΣΟΚ, παρά τις αναφορές στην ιδέα του κινήματος και της αυτοοργάνωσης (ή αργότερα, επί Γιώργου Παπανδρέου, στις αρετές της «κοινωνίας των πολιτών»), έγινε ένα κόμμα του κράτους. Μηχανισμοί προσοδοθηρίας και ιδιοτελούς νομοθέτησης επηρέασαν σε απαράδεκτο βαθμό ένα μοντέλο ανάπτυξης που αργότερα θα δείξει τα όριά του.
Η σύνθεση πάντως ανάμεσα στις εμπειρίες της εαμογενούς Αριστεράς, του αντιδεξιού Κέντρου και κάποιων τεχνοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων αποδείχτηκε στιβαρή πολιτικά. Μέχρι την εποχή των Μνημονίων και τα όσα ακολούθησαν, που θα φέρουν μια υπαρξιακή κρίση σε όλη τη «διαχειριστική» Κεντροαριστερά οδηγώντας σε ένα πολύ μικρότερο και διαφορετικό ΠΑΣΟΚ.
Εν όψει μιας ακόμα αναμέτρησης για την εκλογή προέδρου (έχει αποσυρθεί από χρόνια η λέξη «αρχηγός»), το κόμμα που φέρει το όνομα και διατηρεί τα σύμβολα και τις αναφορές του ΠΑΣΟΚ έχει να απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα της προοπτικής, της σημερινής του χρησιμότητας. Τι απάντηση θα δώσουν οι πολίτες και τα στελέχη του; Υπάρχει η άποψη που επιμένει, εμμέσως πλην σαφώς, στον ρόλο του ευπρεπούς, κεντρώου μπαλαντέρ. Και μια ρητορική η οποία, συντηρώντας παλιές δόξες, ορκίζεται διαρκώς σε μια κολακευτική ιδέα για τη «μεσαία τάξη» και τα «όνειρά της». Η εποχή μας όμως είναι αυτή των διαρκών κρίσεων και επιβάλλει μια νέα ριζοσπαστική αίσθηση των πραγμάτων. Ακόμα και για πολιτικές δυνάμεις που ισορροπούν ανάμεσα στη γοητεία της σταθερότητας και στο ιδεώδες της αλλαγής. Η ριζοσπαστική αίσθηση περιλαμβάνει από κοινού κοινωνικό σχέδιο, οικολογική εγρήγορση, θεσμούς για τον έλεγχο και την περιστολή των ιδιωτικών και κρατικών αυθαιρεσιών.
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ ως αυτάρκες κομματικό όχημα να ανήκει όντως στο παρελθόν και να έχει ανοιχτεί πλέον μια περίοδος ανασυνθέσεων για όλη τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Το τέλος της Μεταπολίτευσης αποδεσμεύει την ανάγκη μιας νέας αρχής που δεν θα αφορά πλέον τη συντήρηση συνεπούς μνήμης αλλά τις δυνατότητες αποκρίσεων για τους νεότερους, για αυτές τις γενιές που δεν ικανοποιούνται με βίνταζ βιντεάκια ακόμα κι αν, ενίοτε, τους «αρέσουν» και τους διασκεδάζουν.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ποιητής και συγγραφέας.