Τι καλοκαίρι των επετείων κι αυτό. Των «στρογγυλών», των επίσημων. Αυτών που προσφέρονται για άρθρα, αναλύσεις, αφιερώματα, εκδηλώσεις. Πενήντα χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο, πενήντα από τη Μεταπολίτευση, είκοσι από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, άλλα τόσα από την κατάκτηση του Euro. Δηλαδή πέρυσι που ήταν σαράντα εννέα ή δεκαεννιά, είχε καμιά διαφορά; Ναι, ναι, ξέρω. Ο συμβολισμός. Προσφέρεται και για ωραία γραφικά και αφίσες. Μια συνθήκη για να το «γιορτάσουμε» κι ας πρόκειται για την επέτειο μιας τραγωδίας ή ενός θλιβερού γεγονότος. «Γιορτές» μνήμης τις λένε, ευκαιρίες για να θυμόμαστε. Γέμισαν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης με το «Δεν ξεχνώ» και την αφίσα της αιματοβαμμένης Κύπρου, όμοια με αυτήν που προβλήθηκε στην πρόσοψη της Βουλής, η ίδια που είχε κυκλοφορήσει και τότε και τη βάζαμε αυτοκόλλητο στα σχολικά τετράδια και τις σάκες μας.
Τι «Δεν ξεχνώ» δηλαδή, όλα τα ξεχάσαμε. Εμείς οι μεγαλύτεροι διότι οι νεότεροι δεν έχουν και κάτι να ξεχάσουν. Εχω ξεχάσει κι εγώ τον τρόμο εκείνων των ημερών για την Κύπρο όπου, δύο χρόνια πριν από την εισβολή, είχαμε ζήσει για ένα διάστημα με την οικογένειά μου. Ακουγα για άγριες μάχες στη «Μακεδονίτισσα» μία εξοχική, οικογενειακή ταβέρνα, με μεγάλο εξωτερικό χώρο για να παίζουν τα παιδιά. Εκεί όπου έπαιζα, κείτονταν τώρα πτώματα. Πάνω στις κούνιες, κάτω από τις τραμπάλες, δίπλα στις τσουλήθρες. «Αυτό είναι ο πόλεμος» είχα σκεφτεί τότε. Το «πριν» και το «μετά». Ε, κι αυτό το ξέχασα σιγά σιγά. Μόνοι οι Κύπριοι θυμούνται. Οσοι δηλαδή κουβαλούν ακόμη το τραύμα εκείνων των ημερών, όσοι, εδώ και πενήντα χρόνια, έχουν να διαχειριστούν ένα «πριν» και «μετά» που ματώνει μια ολόκληρη ζωή.
Αλήθεια, το αντίθετο της «στρογγυλής» επετείου πώς λέγεται; Μήπως «αιχμηρή»; Κατά κάποιον τρόπο όμως, «αιχμηρές» είναι όλες οι επέτειοι. Διότι, στην πραγματικότητα, γίνονται αφορμή για μία εσωτερική διαδρομή. Ούτε την επέτειο της κατάκτησης του Euro γιορτάζουμε ούτε των Ολυμπιακών Αγώνων. Τον εαυτό μας εκείνης της εποχής «γιορτάζουμε» (ή και οικτίρουμε αλλά κάποιες φορές αυτά τα δύο συμπίπτουν ή το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου).
Για παράδειγμα, εγώ φέτος θέλω να γιορτάσω την επέτειο του Rock in Athens που, κανονικά, θα έπρεπε να τη γιορτάσω του χρόνου διότι του χρόνου θα συμπληρωθούν σαράντα χρόνια από εκείνο το διήμερο φεστιβάλ που ταρακούνησε την Αθήνα. Εγώ όμως φέτος συνειδητοποίησα – ή, για να είμαι ειλικρινής, το ομολόγησα στους δικούς μου – ότι ακόμη και τα μικρά ταξίδια μού προκαλούν πλέον πανικό. Ενώ το 1985, μετά την τελευταία συναυλία του Rock in Athens, αποφασίσαμε να πάμε στην Πάρο, γυρίσαμε μέσα στην άγρια νύχτα στο σπίτι, μάζεψα τα πράγματά μου σε λιγότερο από είκοσι λεπτά και τα χαράματα φτάσαμε στον Πειραιά για να μπούμε στο πρώτο καράβι για το νησί. Γιατί να περιμένω δηλαδή του χρόνου για να γιορτάσω τις αντοχές και το θράσος εκείνης της υπέρλαμπρης ηλικίας που είχε μπροστά το «2»;
Το ημερολόγιο μού λέει ότι σαν σήμερα, το 1987, ξεκίνησε ο μεγάλος καύσωνας που κράτησε επί μία εβδομάδα τη θερμοκρασία συνεχώς πάνω από 40 βαθμούς και στοίχισε τη ζωή σε 1.350 ανθρώπους. Σε μια εποχή που τα κλιματιστικά δεν είχαν γίνει ακόμη οικιακές συσκευές και τα μέσα ενημέρωσης δεν έδιναν συμβουλές επιβίωσης προς τις «ευπαθείς» ομάδες. Η καρδιά μου πάλι, μού λέει ότι σαν σήμερα, πριν από έξι χρόνια, πέθανε ο Μάνος Ελευθερίου, ο Μάνος μας.
Και με αυτά τα περίεργα παιχνίδια που κάνει η μνήμη όταν θέλει να σε ξεμπροστιάσει, από τον καύσωνα θυμάμαι ότι εκείνες τις ημέρες είχα διαβάσει για πρώτη φορά Μένη Κουμανταρέα, τη «Φανέλα με το νούμερο 9». Και από την ημέρα του θανάτου του Μάνου, αυτό που θυμάμαι πιο έντονα, είναι η φωνή του Θανάση (Νιάρχου), όταν του είπα τα μαντάτα, να επαναλαμβάνει συνεχώς στο τηλέφωνο, με όλους τους πιθανούς τόνους και τρόπους έκφρασης «Εφυγε ο Μάνος». Και αίφνης, δεν ξέρω πώς, γεννήθηκε εντός μου η απορία «Τι να έκανε ο Μάνος τις μέρες του καύσωνα του 1987;». Δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ. Και ούτε μπορώ πλέον…