«Ελλην, Ελλην» ήταν η φράση που άρχισε να διαδίδεται από στόμα σε στόμα στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, λίγο πριν απ’ τον τερματισμό. Ο κόσμος είχε μάθει πλέον ότι ο Σπύρος Λούης ήταν ο επικεφαλής του 1ου μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και επικράτησε άκρατος ενθουσιασμός.
Ναι, η ιστορία του νερουλά από το Μαρούσι, που σύμφωνα με τις ιστορίες της εποχής είχε αποφασίσει να συμμετάσχει στον μαραθώνιο για να κερδίσει την εύνοια της οικογένειας της αγαπημένης του Ελένης, έχει περάσει στα όρια του μύθου και ο Σπύρος Λούης είναι ένας από τους πλέον ιστορικούς χρυσούς ολυμπιονίκες της Ελλάδας αλλά και του ολυμπιακού κινήματος.
Οπως αναφέρει ο Γιώργος Λιβέρης στο εξαιρετικό του βιβλίο «Οι Ελληνες αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες» τον Σπύρο Λούη τον είχε ανακαλύψει στον έμπεδα των Ιλισσίων (το κέντρο εκπαίδευσης των νεαρών στρατιωτών στο παρελθόν) ο διοικητής του ο συνταγματάρχης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος μάλιστα ήταν και ο υπεύθυνος του αγώνα του μαραθωνίου και ο άνθρωπος που πρώτος ενημέρωσε τη βασιλική οικογένεια ότι τρία χιλιόμετρα πριν από τον τερματισμό προπορευόταν στην κούρσα ο Σπύρος Λούης.
Στις 29 Μαρτίου του 1896, ο γεωργός από το Μαρούσι, έκοψε πρώτος το νήμα μέσα σε αποθέωση στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο στον πρώτο και ιστορικό μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ηταν το αγώνισμα που συνέδεσε την αρχαία διοργάνωση με τη σύγχρονη, κατόπιν ιδέας του γάλλου διανοούμενου, Μισέλ Μπρεάλ, μέλους της γαλλικής ακαδημίας.
Ο γάλλος αρχαιολάτρης επηρεασμένος από τον άθλο του Φειδιππίδη, που έτρεξε μέχρι την Αθήνα από τνο Μαραθώνα για να αναγγείλει στους Αθηναίους τη νίκη το 490 π.Χ. στη μάχη του Μαραθώνα, είχε προτείνει – και έγινε δεκτό – την τέλεση ενός δρόμου αντοχής από τον τύμβο του Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα και το Καλλιμάρμαρο μια απόσταση 42.195 μέτρων.
Ο Σπύρος Λούης δεν ήταν αθλητής ή μαραθωνοδρόμος απλώς είχε μεγάλη αντοχή στο περπάτημα και το τρέξιμο, καθώς κουβαλούσε νερό από το Μαρούσι στην Αθήνα με τα πόδια δίπλα στο κάρο του πατέρα του.
Η εκλεκτή της καρδιάς του Ελένη, του είχε προτείνει – σύμφωνα με τον αστικό μύθο της εποχής – να τρέξει στον Μαραθώνιο και να προσπαθήσει να νικήσει ώστε μαζί με το μετάλλιο (τότε οι νικητές έπαιρναν ασημένιο καθώς δεν υπήρχε χρυσό λόγω του κόστους) να κερδίσει και την εύνοια της μητέρας της, η οποία την προόριζε για έναν πλούσιο και γραμματιζούμενο γαμπρό!
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σπύρος Λούης έτρεξε μόλις δύο φορές, εκείνη τη μέρα και λίγες μέρες πριν απ’ τους αγώνες στον προκριματικό αγώνα για εξασφαλίσει την πρόκριση που έγινε στην Τήνο.
Ο Λούης ήταν πέμπτος μέχρι το 25ο χιλιόμετρο, στο ύψος του Χαρβατίου (η σημερινή Παλλήνη). Ομως, η κατάρρευση αρχικά του Γάλλου Αλμπέν Λερμισιό και κατόπιν του Αυστραλού Εντουιν Φλακ (λιποθύμησε εξαντλημένος στο ύψος των Αμπελοκήπων), έφερε στην πρώτη θέση τον Σπύρο Λούη, ο οποίος στο μεταξύ είχε προσπεράσει και τον άλλο σπουδαίο έλληνα δρομέα, τον Χαρίλαο Βασιλάκο, ο οποίος τερμάτισε δεύτερος.
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο είχε κυριαρχήσει αρχικά ένα αίσθημα απογοήτευσης στους 80.000 έλληνες φιλάθλους, επειδή ένας αγγελιοφόρος που είχε δει πρώτο τον Φλακ στο 34ο χιλιόμετρο, είχε βιαστεί να διαδώσει ότι ο αθλητής που βρισκόταν πιο κοντά στη νίκη ήταν Αυστραλός. Οπότε όταν μπήκε πρώτος στο στάδιο ο Σπύρος Λούης κόντεψε να… πέσουν οι κερκίδες από τις ιαχές του κόσμου με τον έλληνα μαραθωνοδρόμο να κόβει το νήμα σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Ο Λούης ήταν ο νέος λαϊκός ήρωας του ελληνικού έθνους και όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι. Ακόμα και οι βασιλείς, που αν τον έβλεπαν μπροστά τους λίγες ώρες νωρίτερα, δεν θα καταδέχονταν ούτε να τον κοιτάξουν. Μια γυναίκα – όπως έχει καταγράψει ο ίδιος ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, εμπνευστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων – ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που του έκανε δώρο το ρολόι της.
Τις επόμενες ημέρες κι άλλοι επιφανείς Ελληνες ήταν δίπλα του προσπαθώντας να πάρουν λίγο από τη δημοσιότητά του, κάτι που ο ίδιος δεν επιδίωξε ποτέ και απλά γύρισε στο κτήμα των γονιών του προκειμένου να το καλλιεργήσει και να συνεχίσει τη σεμνή καθημερινότητά του.
Εστιάτορες του πρόσφεραν δωρεάν γεύματα επί ένα έτος, μπαρμπέρηδες το καθημερινό του ξύρισμα μέχρι το τέλος της ζωής του. Αλλοι του έκαναν δώρα μια ραπτομηχανή, ένα πολυτελές κοστούμι, ρολόγια, κοσμήματα μέχρι και ένα χωράφι τριών στρεμμάτων στο Μαρούσι.
Δεύτερος τερμάτισε σε 3 ώρες 06:03 ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ο οποίος είχε κερδίσει τον προκριματικό και θεωρούνταν το φαβορί. Ελληνας ήταν και ο τρίτος νικητής, ο Σπύρος Μπελόκας. Αργότερα όμως ακυρώθηκε μια και ο αθλητής που είχε τερματίσει τέταρτος, ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ, κατήγγειλε ότι τον είδε να ανεβαίνει σε μια άμαξα και να γλιτώνει μεγάλο μέρος της διαδρομής. Παρότι δεν υπήρχαν μάρτυρες, ο Μπελόκας ακυρώθηκε με απόφαση του πρίγκιπα Γεωργίου.
Στον ιστορικό εκείνο αγώνα έλαβαν μέρος συνολικά 17 αθλητές, οι δεκατρείς ήταν από την Ελλάδα και τέσσερις από άλλες χώρες.