Στην τραγική ιστορία του Μακμπέθ, ο βασιλοκτόνος ήρωας δεν προφταίνει να χαρεί τον θρόνο του. Παρασυρμένος από τον φόβο και την πλεονεξία του, αναζητά σε μάγισσες την απάντηση για το ποιος απειλεί την εξουσία και την υστεροφημία του και, διαβάζοντας λάθος την προφητεία τους, σκοτώνει τον σύμμαχο και στρατηγό της νίκης του που επιστρέφει σαν φάντασμα για να στοιχειώσει το παλάτι του και τις χαρές του. Φαντάσματα και μάγισσες δεν υπάρχουν, φυσικά, ήταν όλα αυτά σύμβολα στις παραβολές του Σαίξπηρ για να περιγράψει αυτό που εμείς, που δεν είμαστε ποιητές, αποκαλούμε απλά και κάπως συγκαταβατικά «ανθρώπινη φύση».
Η τραγωδία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολεμιστές και βασίλισσες. Δεν λαμβάνει χώρα στο άγριο δάσος του Μπέρναμ, ούτε στο κάστρο του λόφου της Δουνσιναίας, αλλά σε ένα γκριζοκόκκινο κτίριο σε μια κάπως παραμελημένη πλατεία της Αθήνας, ανάμεσα σε ταβέρνες και μαγαζιά νεωτερισμών. Δεν έχει ούτε προφητείες και μάγισσες, μόνο στελέχη που γυρνάνε σε κανάλια και αρθρογράφους. Και το άλαλο πνεύμα που απειλεί τον Στέφανο Κασσελάκη (αληθινά ή στη σκέψη του άραγε;) δεν πλανάται πάνω από εορταστικά τραπέζια αλλά από αίθουσες συνεδριάσεων κομματικών οργάνων. Είναι το φάντασμα του Αλέξη Τσίπρα, σιωπηλό αλλά επίμονα παρόν σε κάθε μάζωξή τους.
Εσωκομματικοί αμφισβητίες. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να δίνει συνεχώς μια μάχη αποκαθήλωσης όλων των παλαιών ανανεωτικών και τσιπρικών τοτέμ του κόμματος, το οποίο κέρδισε σαν ένας πρίγκιπας που προσγειώθηκε από το εξωτερικό, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πρώην «ιδιοκτητών» του. Οι οποίοι, αφού δεν μίλησαν, αφού δεν έκαναν τίποτα για να σταματήσουν την επέλασή του την περίοδο της εσωκομματικής μάχης για την ηγεσία, άρχισαν να τον αμφισβητούν αφού έκατσε στον θρόνο. Τον προκάλεσαν, στο πρώτο συνέδριό του, τον περασμένο Φεβρουάριο, να θέσει την ηγεσία του ξανά στη διάθεση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ που την είχαν πριν από λίγο καιρό μόνο εκλέξει. Του είχαν βρει και αντίπαλο, την Ολγα Γεροβασίλη, στο πρόσωπο της οποίας έβλεπαν μια άφθαρτη διάδοχο της κληρονομιάς της κυβερνώσας Αριστεράς του Τσίπρα. Μα όταν τους είπε «πάμε», έκαναν πίσω. Τον προκαλούν να τους διαγράψει, μα δεν φεύγουν κιόλας.
Νίπτουν τας χείρας τους όταν κλείνει το καθημερινό φύλλο της «Αυγής», παρότι γνωρίζουν ότι το ίδιο παραλίγο να κάνει και ο πρώην πρόεδρός τους, μα τον σταμάτησαν οι φλογερότερες (για να λέμε την αλήθεια) αντιδράσεις τότε. Σκανδαλίζονται όταν αφήνει υπόνοιες για οικονομικά προβλήματα και περίεργα λεφτά, αλλά δεν έχουν πρόβλημα όταν βάζει από τα δικά του χρήματα στο κόμμα, χρήματα που ο λαός δικαιούται να μην καταλαβαίνει πώς ακριβώς τα έχει αποκτήσει. Κι έτσι, αφού έχει συνδέσει εαυτόν προσωπικά με την οικονομική επιβίωση του κομματικού οικοδομήματος, οι εσωκομματικοί του περίπου-αμφισβητίες ξεροκαταπίνουν όταν εκείνος επιδεικνύει τα χρήματά του σε λάιφσταϊλ εκπομπές και γιγαντοοθόνες προεκλογικών εκδηλώσεων.
Οι δύο πλευρές.Ενας ψυχρός εξωτερικός παρατηρητής, χωρίς αισθήματα και εμπλοκή, θα μπορούσε να πει πως έχουν και οι δύο πλευρές τα δίκια τους, η καθεμιά από τη μεριά της. Οι μεν αμφισβητίες του Στέφανου Κασσελάκη, 87 ή μεμονωμένοι, δικαίως ενοχλούνται όταν τον παρακολουθούν να φάσκει και να αντιφάσκει, να τους δικάζει με τον αυτοκρατορικό αντίχειρα και να διαγράφει μία προς μία τις ιδεολογικές μάχες τους και την κομματική τους ηθική.
Ο δε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δικαιούται να λέει ότι εξελέγη καθαρά, από μια διαδικασία, για τους όρους της οποίας δεν είχε ο ίδιος καμία ευθύνη. Και οι σημερινοί εσωκομματικοί αντίπαλοί του ομνύουν στον προκάτοχό του, ο οποίος ήταν και παραμένει απελπιστικά σιωπηλός, επιτρέποντας στον καθένα να προβάλλει τις δικές του επιδιώξεις και ανησυχίες ως έγνοια για την υστεροφημία του Αλέξη Τσίπρα, που υπάρχει ανάμεσά τους μόνο ως πνεύμα. Το αν και πώς θα μιλήσει, όμως, ο πραγματικός Τσίπρας, το τι θα πει, το αν θα «υπονομεύσει» τον διάδοχό του ή αν θα χαράξει έναν άλλο, δικό του δρόμο δεν είναι υπόθεση μαγισσών και φαντασμάτων. Δεν θα ‘ναι ποίηση, θα ‘ναι πολιτική.