«Εγώ και η γυναίκα μου Δεκαπενταύγουστο δεν έχουμε γιορτάσει ποτέ. Στις 17 Αυγούστου το πρωί μάθαμε τα μαντάτα ότι ο Βασίλης είναι αγνοούμενος». Με τα λόγια αυτά ο Παύλος Ζώης περιγράφει τη βαθιά πληγή που έχει αφήσει στην οικογένειά του εδώ και 50 χρόνια η κυπριακή τραγωδία των δεκάδων χιλιάδων εκτοπισμένων, των χιλιάδων νεκρών, των εκατοντάδων αγνοουμένων και της οδυνηρής διχοτόμησης της νήσου.
Ο Βασίλης Μοναχός, αδελφός της γυναίκας του, «παλικάρι 21 χρόνων», είναι από το 1974 αγνοούμενος. Ηταν φοιτητής στη Γερμανία και επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του.
Ομως, από το Κιλκίς που υπηρετούσε βρέθηκε στην Κύπρο και ξαφνικά στην πρώτη γραμμή ενός πολέμου. Ο κουνιάδος του περιγράφει στα «ΝΕΑ» τις δραματικές ώρες που ακολούθησαν, αφότου ενημερώθηκαν για την τύχη του με τη φωνή του να σπάει: «Ημασταν στη Γερμανία όλη η οικογένεια και φύγαμε άρον άρον για την Ελλάδα οδικώς με τον πεθερό και την πεθερά μου. Τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα. Ηρθαμε από την Γιουγκοσλαβία και όχι από την Ιταλία για να μην καθυστερήσουμε με το καράβι. Εγώ οδηγούσα και η μητέρα του Βασίλη ήταν δίπλα μου και έκλαιγε σχεδόν σε όλη τη διαδρομή. Της έλεγα “σε παρακαλώ πολύ, ηρέμησε, άσε να φτάσουμε πρώτα εκεί και έχουμε όλο τον χρόνο να κλαίμε”».
Φτάνοντας στην Αθήνα άρχισε ο δεύτερος κύκλος της μεγάλης περιπέτειας για τον ίδιο και τους οικείους του: Καθημερινές επισκέψεις στα νοσοκομεία με μόνη ελπίδα τον εντοπισμό του αγαπημένου τους, ακόμα και ανάμεσα στους βαριά λαβωμένους: «Πήγα στο αρχηγείο του Στρατού και πήρα όλη τη λίστα με τους τραυματίες και τρέχαμε στα νοσοκομεία, από άτομο σε άτομο, μήπως γνώριζαν να μας πουν κάτι. Αυτό που αντίκρισα εύχομαι να μην το ζήσει άνθρωπος. Ενα παιδί – δάσκαλος μετέπειτα στη Θεσπρωτία – ήταν στο φορείο με το ένα πόδι κομμένο και είχε βάλει τα κλάματα. Τον πλησίασα και του είπα “ας μάθουμε για τον Βασίλη και ας έχει και τα δυο του πόδια κομμένα”, για να του δώσω λίγο θάρρος. Εστειλαν στην ΕΛΔΥΚ παιδιά 19 και 20 χρόνων που δεν ήξεραν από πόλεμο χωρίς βοήθεια, χωρίς τίποτα…». Στην τελευταία τους επικοινωνία, στις 14 Αυγούστου 1974, ο Βασίλης ήθελε να καθησυχάσει την οικογένειά του. «Μην στενοχωριέστε, αφού μας φοβούνται εδώ στην ΕΛΔΥΚ, δεν χτυπάνε» τους έλεγε, ενώ η τουρκική θηριωδία είχε ήδη απλωθεί στο νησί.
O Γρηγόρης Ραχωβίτσας, που του έχει απονεμηθεί από την ελληνική πολιτεία ο βαθμός του συνταγματάρχη, κατέστη αγνοούμενος σε ηλικία 21 ετών, μαχόμενος εναντίον των Τούρκων, ως μέλος πληρώματος άρματος μάχης στην περιοχή Βαβυλά Κυρήνειας, την 20ή Ιουλίου 1974 – την πρώτη κιόλας μέρα της εισβολής. Ο ανιψιός του, λίγο καιρό μετά, πήρε το όνομά του. «Ενας Γρηγόρης έφυγε, ένας ήρθε» έλεγαν οι δικοί του.
Μισό αιώνα αργότερα, εξιστορεί τα όσα βίωσε και συνεχίζει να βιώνει η οικογένειά του από το μεγάλο αυτό πλήγμα: «Ο θείος μου ήταν υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και υπηρετούσε στην Κύπρο από το 1972. Ηταν τοποθετημένος σε μονάδα τεθωρακισμένων και είχε ως αντικείμενο την εποπτεία, τον έλεγχο και την οργάνωση των αρμάτων. Δηλαδή, έλεγχε ότι λειτουργούν όλα στην εντέλεια, έκανε επιδιορθώσεις και τα εκσυγχρόνιζε, σύμφωνα με την τεχνολογία της εποχής. Πολλές φορές κατέβαινε και ανέβαινε στην Ελλάδα και προσπαθούσε να βρει ανταλλακτικά ή πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα άρματα να γίνουν πιο αξιόμαχα. Αυτή ήταν η δουλειά του και ο “Αττίλας” τον βρήκε λίγες μέρες πριν την ολοκληρώσει. Εκτοτε αγνοείται» αναφέρει ο Γρηγόρης Ραχωβίτσας. Ο θείος του ήταν ένα από τα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας από την κοινότητα Αγίου Ακακίου του Δήμου Μουζακίου στην Καρδίτσα. Η προτομή του κοσμεί σήμερα τη γενέτειρά του. «Πολέμησε με θάρρος, τόλμη και ηρωισμό» αναγράφεται στο βάθρο.
Για τον γολγοθά που ανεβαίνουν οι οικογένειες των αγνοουμένων εδώ και τόσα χρόνια μιλάει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Καλμπουρτζή, πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιτροπής Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων της Κυπριακής Τραγωδίας: «Κάθε οικογένεια με αγνοούμενο έχει μέσα της ένα καρφί. Μπορεί να μην είμαστε πολλοί, αλλά τόσες οικογένειες δεν είναι και λίγες. Σηκώνουμε ένα σταυρό 50 χρόνων και δεν ζητούμε κάτι πέρα από το προφανές – δηλαδή ενημέρωση για την τύχη των ανθρώπων μας». Πρωταρχικός στόχος της Επιτροπής είναι, βέβαια, να βρεθούν οι αγνοούμενοι. «Πρέπει να αναζητήσουμε την τύχη αυτών των ανθρώπων που απομένουν και σίγουρα να είμαστε ως Επιτροπή κοντά στις οικογένειες, συναισθηματικά ή με όποιον τρόπο χρήζουν βοηθείας. Η Επιτροπή όλα αυτά τα χρόνια προσπαθεί και διεκδικεί την ανεύρεση της αλήθειας, πιέζει και βρίσκεται πολύ κοντά με την ελληνική κυβέρνηση, περισσότερο όμως με την κυπριακή».
Σύμφωνα με τη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο, που δημιουργήθηκε το 1981, ο συνολικός αριθμός Ελλαδιτών τα ίχνη των οποίων έχουν χαθεί από την περίοδο 1963-1964 και το 1974 είναι 81 (4 από το 1963-1964, 59 ΕΛΔΥΚάριοι, 13 υπηρετούντες στην Εθνική Φρουρά, ένας πολίτης και 4 ακόμα των οποίων τα ονόματα δεν είχαν κατατεθεί από το 1974) και βέβαια στη μακάβρια λίστα δεν περιλαμβάνονται οι ελλαδίτες πεσόντες.
Η Επιτροπή αναφέρει πως επιπρόσθετα των 14 ταυτοποιηθέντων αγνοουμένων και του ενός μη ταυτοποιηθέντος, περίπου 12 βρίσκονται ακόμα θαμμένοι στα Κατεχόμενα, είτε μέσα στο στρατόπεδο είτε σε παρακείμενες περιοχές. Οι υπόλοιποι πιθανολογείται ότι ετάφησαν στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμειας. Ο αριθμός αυτός, βεβαίως, δεν είναι απόλυτος, αφού για να γίνει αυτό θα πρέπει να ταυτοποιηθούν τα λείψανα που έχουν εκταφεί τόσο από την ΕΛΔΥΚ το 1981 όσο και από τους PHR (σ.σ. Physicians Human Rights) το 1999 στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμειας. Ωστόσο, με τις νέες ταυτοποιήσεις που προέκυψαν από το μονομερές πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο προαναφερθείς αριθμός μειώνεται.
Στην περίπτωση του Βασίλη Μοναχού, τα χρόνια πέρασαν και η ελπίδα να βρεθεί ζωντανός άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει. Την ίδια ανομολόγητη ματαίωση βίωσαν και άλλες οικογένειες. «Τα πρώτα χρόνια έλεγα στα πεθερικά μου ότι ο Βασίλης είναι ένα πανέξυπνο παιδί, ότι θα έχει βρει τον τρόπο και θα ζει. Ηθελα με αυτόν τον τρόπο να τους κρατήσω λίγο ζωντανούς. Ομως, η ελπίδα χρόνο με τον χρόνο χάνεται» περιγράφει ο Παύλος Ζώης. Η πεθερά του Παρασκευή έφυγε από τη ζωή με αυτόν τον καημό, ενώ ο 94χρονος σήμερα πεθερός του συνεχίζει να τον ρωτάει αν έχει κάποιο νέο για τον γιο του: «Στο νοσοκομείο, μια μέρα πριν πεθάνει, τη ρωτούσαν οι γιατροί “κυρία Παρασκευή, τι θέλετε να σας φέρω;”. Η απάντησή της ήταν “νερό από την Κύπρο”. Ο πεθερός μου, με το που θα τον πάρω τηλέφωνο, η πρώτη του ερώτηση είναι αν έχουμε κανένα νέο…».
Ο Γρηγόρης Ραχωβίτσας αναφέρει πως ακόμα και όταν η οικογένειά του αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες, η σκέψη όλων παρέμενε στον θείο του: «Η αδερφή του πέθαινε από καρκίνο και αυτό που ρωτούσε ήταν αν είχαμε κάποια ενημέρωση για τον Γρηγόρη. Δηλαδή, είχε τον δικό της πόνο κι όμως ασχολείτο πρωτίστως με αυτό». Ο ίδιος πιστεύει ότι είναι αρκετά δύσκολο να βρεθεί κάτι από τον θείο του, καθώς, όπως λέει, στο σημείο που βρισκόταν «έκαιγε και η πέτρα». Τα ξυριστικά του και ένα μπουκάλι ουίσκι του 1974 που δεν άνοιξε ποτέ είναι τα μοναδικά πράγματα που έχουν μείνει από την τελευταία του επίσκεψη από την Κύπρο, λίγες μόνο μέρες πριν από το μεγάλο κακό.