Ως την πιο «πετυχημένη» και «ανθεκτική αμυντική συμμαχία στον κόσμο» χαρακτήρισε το NATO ο Έλληνας πρωθυπουργός στη Σύνοδο της Ουάσιγκτον. Ενώ ο ίδιος ζητάει να συνεχιστεί η στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία για όσο χρειαστεί, υπάρχουν αλήθειες που δείχνουν πόσο σκοτεινή είναι η πιο «ανθεκτική» Συμμαχία του πλανήτη.
Η 75η επέτειος από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, μπορεί να αποτελεί ευκαιρία για κομπασμό των δυτικών ηγετών, αλλά ειδικοί με γνώση στα ζητήματα της συμμαχίας, επισημαίνουν τέσσερις βρώμικες υποθέσεις που ενεπλάκη του NATO.
Mε ανάλυσή τους στο περιοδικό The Nation o καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Ρόουντ Άιλαντ, Νικολάι Πέτρο, και ο Τεντ Σνάιντερ, ειδικός στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, κατέγραψαν τέσσερις αθετημένες υποσχέσεις του NATO στήνοντας την ειρήνη στο απόσπασμα για χάρη της «επέκτασης της δημοκρατίας».
Πολλοί στη Δύση, επαναλαμβάνουν το επιχείρημα ότι η Ουκρανία, ως ανεξάρτητη χώρα μπορεί να επιλέξει την εξωτερική πολιτική και ως εκ τούτου να ενταχτεί σε όποιο μπλοκ επιθυμεί.
Μπορεί αυτό να ακούγεται δίκαιο, ωστόσο, δίχως να είναι ευρέως γνωστό, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Ουκρανία και το NATO είχαν υποσχεθεί να μείνει η χώρα εκτός ΝΑΤΟ. Οι δύο ειδικοί υπενθυμίζουν το ξεχασμένο άρθρο IX της Διακήρυξης Κρατικής Κυριαρχίας της Ουκρανίας του 1990, που έθετε ρητά ότι η Ουκρανία «δηλώνει επίσημα την πρόθεσή της να γίνει ένα μόνιμα ουδέτερο κράτος που δεν συμμετέχει σε στρατιωτικά μπλοκ».
Αυτή η υπόσχεση επαναλήφθηκε στο Σύνταγμα της Ουκρανίας του 1996, το οποίο δέσμευε την Ουκρανία στην ουδετερότητα και της απαγόρευε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε στρατιωτική συμμαχία. Όμως το 2019, ο πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο τροποποίησε το ουκρανικό Σύνταγμα, δεσμεύοντας την Ουκρανία στη «στρατηγική πορεία» της ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Όταν, λοιπόν ρωτήθηκε το 2023 ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, εάν η χώρα του εξακολουθεί να αναγνωρίζει την κυριαρχία της Ουκρανίας, απάντησε: «Αναγνωρίσαμε την κυριαρχία της Ουκρανίας το 1991 με βάση τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την οποία υιοθέτησε η Ουκρανία όταν αποχώρησε από την ΕΣΣΔ. Ένα από τα κύρια σημεία για τη [Ρωσία] στη δήλωση ήταν ότι η Ουκρανία θα ήταν μια χώρα που δεν θα έκανε συμμαχίες, δεν θα ενταχθεί σε καμία στρατιωτική συμμαχία…. Σε αυτή την έκδοση, υπό αυτές τις συνθήκες, υποστηρίζουμε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Για τους δύο ειδικούς, η ρωσική εισβολή δεν ήρθε από το πουθενά το 2022, αλλά έχει τις ρίζες της στην δεύτερη αθέτηση της υπόσχεσης των Δυτικών, να μην στριμώξουν τη Μόσχα με συνεχείς εντάξεις νέων μελών στο NATO.
Ήδη από τις 9 Φεβρουαρίου 1990, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ πρότεινε στον Γκορμπατσόφ είτε μια ενωμένη αλλά ανεξάρτητη Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ είτε μια ενωμένη Γερμανία συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ «αλλά με την εγγύηση ότι η δικαιοδοσία ή τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ δεν θα εξαπλωθούν ανατολικά». Μιλώντας ο Μπέικερ και στονν σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Έντβαρντ Σεβαρντνάτζε αναφέρθηκε σε «σιδερένιες εγγυήσεις ότι η δικαιοδοσία ή οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα κινηθούν προς τα ανατολικά».
«Εάν διατηρήσουμε μια παρουσία σε μια Γερμανία που είναι μέρος του ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε επέκταση της δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ για δυνάμεις του ΝΑΤΟ μια ίντσα προς τα ανατολικά», θα έλεγε ο Μπέικερ.
Αλλά η Δύση σύντομα αθέτησε αυτή την υπόσχεση, όπως αναφέρουν οι Πέτρο και Σνάιντερ.
«Παρά την υπογραφή της Ιδρυτικής Πράξης ΝΑΤΟ-Ρωσίας για τις αμοιβαίες σχέσεις τον Μάιο του 1997, δεσμευόμενη να «χτίσουμε μαζί μια διαρκή και χωρίς αποκλεισμούς ειρήνη στον ευρωατλαντικό χώρο με βάση τις αρχές της δημοκρατίας και της συνεργατικής ασφάλειας», η κυβέρνηση Κλίντον είχε ήδη αποφασίσει δύο χρόνια νωρίτερα το 1995 για να επεκτείνει το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά» αναφέρουν οι δύο ειδικοί.
Έτσι το 1999, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε προς τα ανατολικά προς την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία. Το 2004, πρόσθεσε τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Το 2009 προσχώρησαν η Κροατία και η Αλβανία, ακολουθούμενες από το Μαυροβούνιο το 2017 και τη Βόρεια Μακεδονία το 2020.
Η επιμονή της Δύσης να συνεχίσει το ΝΑΤΟ την πολιτική «ανοιχτής πόρτας» προς την Ουκρανία και τη Γεωργία οδήγησε άμεσα στο αίτημα της Ρωσίας στις 17 Δεκεμβρίου 2021, να κλείσει η πόρτα και να αναπτυχθούν αμοιβαίες εγγυήσεις ασφάλειας που περιελάμβαναν τη Ρωσία, διαφορετικά η Ρωσία θα απαντούσε με «στρατιωτικά μέσα».
Οι Σνάιντερ και Πέτρο μας πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη του 1999, όταν οι αρχηγοί κρατών του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Συνόδου Κορυφής της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτή κάθε χώρα-μέλος δεσμευόταν για τη δημιουργία «ενός κοινού και αδιαίρετου χώρου ασφαλείας». Αυτή είναι η αρχή ότι η ασφάλεια πρέπει να θεωρείται ως κοινό αγαθό που μοιράζονται όλοι και δεν μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση της σε μια χώρα σε βάρος μιας άλλης.
Η δέσμευση του ΟΑΣΕ σε αυτήν την αρχή επιβεβαιώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Αστάνα το 2010, η οποία επανέλαβε: «Η ασφάλεια κάθε συμμετέχοντος κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή όλων των άλλων» και δεσμεύτηκε η Ευρώπη σε μια «κοινή και αδιαίρετη ευρωατλαντική και ευρασιατική κοινότητα ασφάλειας». .» Αν και αναγνωρίζει ότι κάθε χώρα είναι «ελεύθερη να επιλέξει ή να αλλάξει τις ρυθμίσεις ασφαλείας της, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών συμμαχίας», όρισε επίσης ότι «δεν θα ενισχύσουν την ασφάλειά τους σε βάρος της ασφάλειας άλλων κρατών».
«Αλλά κάθε φορά που η Ρωσία παραπονιόταν ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ παραβίαζε αυτές τις διεθνείς συμφωνίες, της έλεγαν ότι ήταν «απλώς μια πολιτική δέσμευση» και όχι νομικά δεσμευτικές» υπογραμμίζουν οι δύο ειδικοί.
Έτσι, λίγο πριν την εισβολή της 1ης Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν επανέλαβε τη σημασία για τη Ρωσία να επιστρέψει σε αυτήν την αρχή, λέγοντας: «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να διασφαλίσουμε τα συμφέροντα και την ασφάλεια όλων των μερών σε αυτή τη διαδικασία: της Ουκρανίας, του άλλου Ευρωπαϊκές χώρες και Ρωσία».
Μπορεί όταν υπεγράφησαν οι συμφωνίες του Μινσκ το 2014 να μην ήταν πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά σίγουρα θα γνωρίζει ότι αυτές ήταν τέχνασμα των συμμάχων του νατοϊκών ηγετών και όχι πραγματικά προσπάθεια επίλυσης της κρίσης στην Ουκρανία.
Υπενθυμίζεται ότι μετά, την εξέγερση του Μαϊντάν το 2014, τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και το ξέσπασμα της εξέγερσης στο Ντονμπάς, η λύση που πρόσφερε τη μεγαλύτερη ελπίδα για ειρήνη στην Ουκρανία ήταν οι Συμφωνίες του Μινσκ ΙΙ.
Με τη μεσολάβηση της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας, που συμφωνήθηκε από την Ουκρανία και επικυρώθηκε ως δεσμευτική από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι Συμφωνίες Μινσκ ΙΙ θα είχαν αποκαταστήσει το Ντονμπάς στην Ουκρανία με αντάλλαγμα μεγαλύτερη τοπική αυτονομία.
«Ωστόσο, οι πρόσφατες αποκαλύψεις από τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Πιότρ Ποροσένκο, την πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και τον πρώην Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ αποκάλυψαν ότι για αυτές τις χώρες, οι Συμφωνίες του Μινσκ ΙΙ ήταν ένα υπνωτικό που είχε σχεδιαστεί για να καθησυχάσει τη Ρωσία και τους Ουκρανούς αντάρτες σε κατάπαυση του πυρός, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά χρόνο στην ουκρανική κυβέρνηση για να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της και να επιτύχει μια στρατιωτική λύση» αναφέρουν οι Σνάιντερ και Πέτρο.
Σύμφωνα με τον Ποροσένκο, «Στόχος μας ήταν πρώτα να σταματήσουμε την απειλή ή τουλάχιστον να καθυστερήσουμε τον πόλεμο – να εξασφαλίσουμε οκτώ χρόνια για να αποκαταστήσουμε την οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργήσουμε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις».
«Είναι μια εποχή που η ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά πολύπλοκων προκλήσεων» είπε μεταξύ άλλων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά στην πραγματικότητα τις προκλήσεις τις δημιουργεί το ίδιο το μπλοκ που επαινεί ο ίδιος, όπως ψέλλισε πρόσφατα και πρώην… πρέσβης των ΗΠΑ στο NATO(!)