Εχει σάουντρακ η Μεταπολίτευση; Εχει, αλλά δεν είναι επικό, δεν είναι το σάουντρακ των γηπέδων που γέμιζαν στις συναυλίες με τα θούρια του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε είναι ταυτισμένο με τα κόμματα της Αριστεράς που πολύ εύκολα την οικειοποιήθηκαν, διεκδικώντας την «αλλαγή», την «επανάσταση» ή «έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός» την πιο μακρά περίοδο ειρήνης και πολιτικής ομαλότητας στην ελληνική ιστορία.
Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος όταν «έχτιζε» τον κορμό των δύο συναυλιών που έδωσε στο Ηρώδειο, χθες και προχτές, με θέμα τη μουσική της Μεταπολίτευσης. Οι συναυλίες του ήταν ένα προσκλητήριο. Αλλ’ ο Σαββόπουλος δεν έκανε ένα πάρτι για ηλικιωμένους. Πιο πολύ παρουσίασε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ για τα χρόνια εκείνα, μιας μετάβασης από την κλειστή και υποταγμένη κοινωνία σε ένα πιο ελεύθερο και πιο εξωστρεφές περιβάλλον, το περιβάλλον της δημοκρατίας. Και όπως όλα τα ντοκιμαντέρ που σέβονται τον εαυτό τους είχε και άποψη και συγκίνηση. Τα τραγούδια που ακούστηκαν, επίσης, δεν ήταν όλα του Σαββόπουλου – αλλά το πρόγραμμα ήταν Σαββόπουλος εκατό τα εκατό. Τα είχε κάνει δικά του, όχι μόνο για να υμνήσει τις χαμηλές φωνές, τη νηφαλιότητα κόντρα στη φανατίλα, αλλά και για να παρουσιάσει τους πολλούς τρόπους με τους οποίους προσλάβαμε τη δημοκρατία.
Ηταν πάντως ωραία έκπληξη το πρώτο σαββοπουλικό τραγούδι του προγράμματος, από τη «Ρεζέρβα» του 1979, το «Για τα παιδιά που είναι στο Κόμμα»: «Εβγαλες ουρά και προβοσκίδα […] αύριο να δούμε ποια πόρτα θα χτυπάς / γιατί κι αυτό το αύριο το αλάνι / όργανο του Κόμματος το έχεις κάνει». Κι ύστερα, η επιλογή να παρουσιάσει απ’ τις αρκετά λυρικών τόνων «Μπαλάντες», ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το «Δρόμοι παλιοί», με την υποβλητική ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη (που το εισήγαγε ο Σαββόπουλος ψιθυρίζοντας τον στίχο από τον «Στόχο» του Αναγνωστάκη: «Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τι λες»). Κι αργότερα, πάλι απ’ τη «Ρεζέρβα», τον «Πολιτευτάκια». Και κομμάτια από τους «Αχαρνής», τη σαββοπουλική διασκευή του Αριστοφάνη, με το δίστιχο «Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία / μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» – με την υπέροχη Μελίνα Τανάγρη, κόκκινο ξωτικό. Και το χατζιδακικό «Κοίτα με στα μάτια», με την πιο ώριμη Δήμητρα Γαλάνη που έχω ακούσει ποτέ. Θαύμασα και τον επαγγελματισμό του Νταλάρα, που τραγουδούσε με λοίμωξη του αναπνευστικού, τον Μητσιά, τον Μουζουράκη, τη χορωδία της ΕΡΤ… Και τη φωνή του Σαββόπουλου, την αίσθηση του ρυθμού, την κυριαρχία του στη σκηνή.
Προσωπικά, μου άρεσε και το μέρος με την παράθεση τραγουδιών από όλα τα είδη, διαφόρων συνθετών. Ούλτρα πολιτικοποιημένων, απολιτίκ, λαϊκών, ενός μέντλεϊ του Λουκιανού Κηλαηδόνη… Η σπίθα του Σαββόπουλου, βεβαίως, ερμήνευσε και την επαναστατική υπερβολή της εποχής. Το «Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη» του Μικρούτσικου θα μπορούσε να είναι η παρωδία εκείνης της υπερβολής.
Ηταν μια συναυλία συμφιλίωσης με την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής μας. Ο Σαββόπουλος, με σοφία και απλότητα, εξαίρει τα πιο αντιηρωικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου: την ησυχία, την πρόοδο, τη σταθερότητα. Που μεγαλώνουμε, που διεκδικούμε την ευτυχία και τις απολαύσεις. Διεκδικούμε τη ζωή μας, δεν διεκδικούμε η ζωή μας να φτιάχνει ηρωικές σελίδες στην ιστορία ούτε της πατρίδας ούτε των ιδεολογιών – κι αυτό μας το χάρισε πλουσιοπάροχα η δημοκρατία.
Τα χρόνια της χούντας, ο πατέρας μου αγόραζε κάθε Κυριακή τον «Ελεύθερο Κόσμο». Τον κοροϊδεύαμε, επειδή ήταν κεντρώος και κανονικά διάβαζε το «ΒΗΜΑ» ή «ΤΑ ΝΕΑ». Μας έλεγε ότι αγόραζε την εφημερίδα που ήταν προσκείμενη στο καθεστώς επειδή τύπωνε 12 σελίδες που χρησίμευαν για να μη λερώνεται ο σκουπιδοντενεκές. Πρακτικά πράγματα, οι άνθρωποι ξόδευαν τότε πολύ χρόνο για δουλειές που εμείς τις προσπερνάμε ως ασήμαντες.
Αλλά εγώ τη διάβαζα πριν καταλήξει στα σκουπίδια – κυρίως διάβαζα την επιφυλλίδα της πρώτης σελίδας που υπέγραφε ο Τηλέμαχος (και ένα χρονογράφημα του Αλέκου Σακελλάριου). Ο Τηλέμαχος με μάγευε, το στυλ του ήταν απαράμιλλο. Και τα θέματά του δεν είχαν επ’ ουδενί την ηθικολογία της χούντας.
Αργότερα, στη μεταπολίτευση, έμαθα ότι ο Τηλέμαχος ήταν μια γυναίκα, η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου. Είχε υπάρξει πολεμική ανταποκρίτρια, είχε πάρει συνεντεύξεις από σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες (Ιντιρα Γκάντι, Σαντάμ Χουσεΐν, Μουαμάρ Καντάφι) ενώ, χαλκέντερη, συνέχιζε να γράφει χρονογράφημα και βιβλία, φίξιον με ιστορικό συνήθως φόντο. Πάντα ζηλεύω τη χειραφέτηση των σπουδαίων γυναικών επαγγελματιών, την αντοχή τους ιδίως σε ανδροκρατούμενα επαγγέλματα και την επί της ουσίας προσφορά τους που επιβιώνει, πέρα από συνθήκες και εποχές.