Η έκφραση «κρύος ιδρώτας» επανερχόταν συχνά τις τελευταίες εβδομάδες στα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις του ευρωπαϊκού Τύπου για το «πώς βλέπουν οι Βρυξέλλες τις εξελίξεις στη Γαλλία». Γιατί οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι κατάλαβαν αμέσως, ήδη από το βράδυ της 9ης Ιουνίου, με το που ανακοίνωσε ο Εμανουέλ Μακρόν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, πως οι πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές της Γαλλίας θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο κρίσιμες για το μέλλον της ΕΕ από τις ευρωεκλογές. Αλλωστε οι τελευταίες, παρά την πρόοδο της Ακροδεξιάς, διατήρησαν τελικά μια κάποια σταθερότητα στο Ευρωκοινοβούλιο.
Ενώ στο περίπλοκο γαλλικό εκλογικό παιχνίδι διακυβευόταν η ίδια η ιδέα της Ευρώπης, ή τουλάχιστον εκείνης της Ευρώπης της ειρήνης και της προάσπισης της δημοκρατίας που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οπότε; Τι γίνεται τώρα που ανατράπηκαν οι δημοσκοπήσεις και άλλαξαν τα δεδομένα;
Για να χρησιμοποιήσουμε ακόμα ένα προσφιλές δημοσιογραφικό κλισέ, οι Βρυξέλλες, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις εξελίξεις «με κομμένη την ανάσα».
Γιατί μπορεί η Ακροδεξιά να μην κατάφερε να «αλώσει» το πρωθυπουργικό μέγαρο, μπορεί να ήρθε τρίτη πίσω από τη συμμαχία της Αριστεράς και το μακρονικό «Μαζί», κανένα μπλοκ όμως δεν συγκέντρωσε αυτοδυναμία και όση σημασία έχει το ποιος κυβερνάει σε μια χώρα τόσο απαραίτητη για την οικοδόμηση της Ευρώπης, άλλη τόση μπορεί να έχει και η ακυβερνηία. Η Γαλλία είναι ιδρυτικό κράτος της ΕΕ, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της, οικονομική και πολιτική μηχανή της μαζί με τη Γερμανία. Είναι επίσης η μόνη χώρα της ΕΕ που διαθέτει πυρηνικά όπλα και η μόνη με καθεστώς μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Και έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ατζέντας τα τελευταία επτά χρόνια, υπό την προεδρία του Μακρόν.
Οπως θυμίζει στην «El Pais» η Αλεξάντρα Ντε Χουπ Σέφερ, εκτελεστική αντιπρόεδρος του German Marshall Fund, «υπήρξε ένθερμη υποστηρίκτρια της ισχυροποίησης της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας και της χρήσης των εργαλείων της ώστε να καταστεί γεωπολιτικός και γεωοικονομικός παράγοντας». Η βύθιση της Γαλλίας σε μια πολιτική / θεσμική κρίση λοιπόν δεν θα προοιωνιζόταν τίποτα το καλό για την Ευρώπη, πόσω μάλλον σε μια τόσο κρίσιμη διεθνώς περίοδο – με ορατή, επιπλέον, την απειλή μιας επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και πανταχού παρόν το μακρύ χέρι του Πούτιν.
Τα χειρότερα βέβαια, το σενάριο να αναλάβει πρωθυπουργός ο εκλεκτός της Μαρίν Λεπέν, ο Ζορντάν Μπαρντελά, μοιάζει να αποφεύχθηκαν, κι αυτό δικαιούται από μόνο του έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Αλλά μια παρατεταμένη ακυβερνησία, ένα πολιτικό χάος, θα λειτουργούσε αναμφισβήτητα υπέρ της Λεπέν εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024. Ανεξάρτητα λοιπόν από το ποιο σενάριο θα επικρατήσει στη Γαλλία, οι αναλυτές συμφωνούν πως η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη θα έπρεπε να οδηγήσει σε έναν συλλογικό στοχασμό γύρω από τους υποκείμενους λόγους του φαινομένου αυτού. «Η ΕΕ πρέπει να αναπροσαρμόσει τη βασική της ατζέντα ώστε να ανταποκριθεί στις καθημερινές ανησυχίες των πολιτών: οικονομική ασφάλεια, μετανάστευση και κλιματική αλλαγή» σημειώνει η Ντε Χουπ Σέφερ.
«Πρέπει να λάβει ισορροπημένα μέτρα που να εκφράζουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες και ένα μακροπρόθεσμο όραμα για την Ευρώπη». Και θα πρέπει επίσης να σκεφτεί, προσθέτει η Αράντσα Γκονθάλεθ Λάγια, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας και νυν πρύτανης της Σχολής Διεθνών Υποθέσεων στη Sciences Po του Παρισιού, πώς θα δώσει μη λαϊκίστικες απαντήσεις στους ταυτοτικούς φόβους όλο και πιο μεικτών κοινωνιών, όπως της Γαλλίας, οι οποίες, είτε δικαιολογημένα είτε όχι, θεωρούν ότι βιώνουν την παρακμή της χώρας τους.