«Γιατί το είπες έτσι;». «Και γιατί να μην το πω έτσι;». «Για να το πεις αλλιώς». «Και γιατί να το πω αλλιώς;». «Για να μην το πεις έτσι». Μοιάζει κάπως με παιδικό παιχνίδι αλλά είναι σημείο των καιρών σε ό,τι αφορά όχι μόνο τον δημόσιο αλλά και τον προσωπικό λόγο. Σημασία δεν έχει τι λες αλλά οι λέξεις που διαλέγεις για να το εκφράσεις. Κάτι αρχικά, απολύτως σωστό, φτάνει να μη γίνεται εμμονή και ένας τρόπος για να προσπεράσεις την ουσία και να σταθείς στην ανάλυση της διατύπωσης. «Πασαρέλα» χαρακτήρισε ο Νίκος Ανδρουλάκης τη διαδικασία εκλογής αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ και η συνυποψήφιά του Νάντια Γιαννακοπούλου θεώρησε την αναφορά προσβλητική.
Προσωπικά, δεν βρίσκω κάτι κακό στη λέξη εκτός κι αν η κυρία Γιαννακοπούλου εννοεί ότι στις πασαρέλες πρωταρχική σημασία έχει η εικόνα, η εντύπωση που δημιουργεί ο… παρελαύνων. Σε οποιαδήποτε διαδικασία εκλογής όμως αυτό δεν είναι που μετράει; Τις εντυπώσεις θέλουν να κερδίσουν οι υποψήφιοι που παρελαύνουν από τα κανάλια. Η πολιτική ατζέντα, αν υπάρχει, έρχεται, αν έρθει, αργότερα. Οτι δεν κέρδισε τις εντυπώσεις, αυτό δεν καταλογίζουν στον Νίκο Ανδρουλάκη; Αν ήταν διαφορετικά θα περνούσαν από δοκιμασίες τύπου Survivor και θα κέρδιζε ο πιο γρήγορος ή ο πιο δυνατός. Αλλωστε η πληθώρα των υποψηφιοτήτων (επτά μέχρι στιγμής και, απ’ όσο μαθαίνω, πάμε και για περισσότερους) ευνοεί τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης.
Το παραπάνω παράδειγμα είναι από τα πιο ανώδυνα. Αν σκρολάρει κάποιος στο Διαδίκτυο θα δει κατεβατά από λίστες με πράγματα που δεν πρέπει να λέμε και δεν εννοώ λέξεις που μπορεί να είναι προσβλητικές αναφορικά με την εμφάνιση, την καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου. Εννοώ διάφορα επινοήματα που κατεβάζουν κάποιοι, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, κάπου στον πλανήτη, βάζουν την ταμπέλα ενός όρου και τα πλασάρουν ως κοινωνική τάση. Για παράδειγμα, διάβαζα για τα pick me girls που είναι, λένε, οι γυναίκες που μισούν τις άλλες γυναίκες και που τις καταλαβαίνεις από αυτά που λένε για τον εαυτό τους και για τις «αντιπάλους» τους όταν είναι απέναντι σε έναν άνδρα που τον θέλουν. Οτι δεν το ξέραμε δηλαδή και έπρεπε να εφευρεθεί ο όρος για να το μάθουμε. Οτι δεν έχουμε ακούσει φιλενάδα να μιλάει με την «κολλητούλα» της για τη νυν του πρώην μιας από τις δύο. Ή να μιλάει στον πρώην για τη νυν του. Ερωτική αντιζηλία το λέμε αυτό εδώ και αιώνες. Και αποτελεί διαχρονική πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία, τη δραματουργία, το τραγούδι. Αν προσπαθήσουμε να το κοτσάρουμε κι αυτό στην ατζέντα της πατριαρχίας, θολώνουμε, κατά τη γνώμη μου, το πραγματικό πρόβλημα.
Γιατί, τις κοπλιμεντοπροσβολές τις ξέρετε; Εγώ τις έμαθα. Είναι δύο σε ένα. Εμ κοπλιμέντο, εμ προσβολή. Προκύπτει, για παράδειγμα, όταν βάζεις στην ίδια πρόταση τις λέξεις «τέλειο» και «ηλικία». Εγραψαν για κάποια κυρία, πολύ άνω των πενήντα, που φωτογραφίστηκε με μπικίνι, ότι το σώμα της είναι τέλειο για την ηλικία της. Κι αυτό έγινε viral ως προσβολή. Ή μάλλον κοπλιμεντοπροσβολή.
Μια άλλη κυρία πάλι, κοινωνική λειτουργός από τη Βιρτζίνια, κατέγραψε και διέδωσε (κι αυτά δεν θέλουν και πολύ για να γίνουν «ευαγγέλια») τι δεν πρέπει να λέμε σε ένα τραπέζι για να μη φέρουμε τον συνδαιτυμόνα μας σε δύσκολη θέση.
Να μην του πούμε ότι εμείς δεν θα τρώγαμε αυτό που εκείνος παρήγγειλε διότι, λέει, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα. Ούτε «θα το φας όλο αυτό;», αν μας φανεί μεγάλη η μερίδα του, διότι τον κρίνουμε για τις επιλογές του. Ούτε όμως «σήμερα τρως υγιεινά» διότι έτσι διαχωρίζουμε τα φαγητά σε «κακά» και «καλά». Δεν πρέπει όμως να τον ρωτήσουμε και αν κάνει δίαιτα καθώς αυτό είναι σχόλιο για το πώς επηρεάζουν οι τροφές το σώμα του άλλου. Απαγορεύεται επίσης να του πούμε ότι δείχνει υγιής με αυτά που τρώει διότι μπορεί, σου λέει, να έχει διατροφική διαταραχή και να ανοίξουμε έτσι έναν φαύλο κύκλο. Τέλος, και το «αυτό που τρως φαίνεται νόστιμο» είναι στα απαγορευμένα διότι μπορεί να υπονοεί ότι ο άλλος βάζει τη νοστιμιά πάνω από τη θρεπτική αξία.
Στη μούγκα παιδιά, στη μούγκα.