Αν πιστέψουμε τον Κώστα Καραμανλή, τον Αντώνη Σαμαρά και τους θαυμαστές τους, η δυναμική που αναπτύσσει η Ακρα Δεξιά οφείλεται στη μόλυνση της ΝΔ από τη «woke κουλτούρα», την κόντρα με το ομόδοξο ξανθό γένος και τον ενδοτισμό που αποπνέει ο διάλογος που έχει ανοίξει η κυβέρνηση με την Αγκυρα για τα ελληνοτουρκικά. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η κυβέρνηση, μέσω διαρροών και φιλικών δημοσιευμάτων, προσπαθεί να μας πείσει ότι αδιαφορεί για τις απόψεις των δύο πρώην πρωθυπουργών, συμπεριφέρεται ήδη εδώ και καιρό σαν να έχει περίπου υιοθετήσει την ανάλυση που ανέπτυξαν στις πρόσφατες ομιλίες τους.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα. Η κυβέρνηση δεν θέλει (όπως είναι λογικό) να εγκαταλείψει στη μέση τη στρατηγική του διαλόγου με την Τουρκία. Μεταθέτει, λοιπόν, το βάρος της επικοινωνιακής έντασης απέναντι στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Για να είμαστε ξεκάθαροι: Δεν λέει κανείς ότι η πολιτική της Αλβανίας απέναντι στις εθνικές μειονότητες δεν έχει υπάρξει απαράδεκτη. Ούτε ότι το κυβερνών κόμμα της Βόρειας Μακεδονίας δεν είναι εθνικιστικό, με το συνήθειο μάλιστα να παρουσιάζει δικές του εκδοχές της βαλκανικής ιστορίας.
Ωστόσο η ένταση με την οποία προβάλλονται επικοινωνιακά, ξαφνικά, τα θέματα που αφορούν τις δύο παραπάνω χώρες μοιάζει τόσο καλά υπολογισμένη ώστε να διατηρεί ακίνδυνα την αίσθηση του «εθνικού συναγερμού» σε όσους την έχουν ταυτίσει με τον πατριωτισμό και την εθνική διπλωματία. Κι αν η ανάγνωση αυτή μοιάζει καχύποπτη προς την κυβέρνηση, τουλάχιστον εξηγεί ορισμένες επιλογές των τελευταίων ημερών που αφορούν την περίπτωση του Φρέντι Μπελέρη, για τον οποίο ήταν αυτονόητο ότι θα ήταν εξαιρετικά πιθανό να μην μπορεί να μεταβεί στην Ευρωβουλή για να αναλάβει την έδρα του.
Παρ’ όλα αυτά παρατηρούμε ένα μπαράζ δηλώσεων και δημοσιευμάτων που υπονοούν ή λένε ευθέως πράγματα τα οποία οι πηγές τους γνωρίζουν πως δεν ισχύουν, όπως ότι η Αλβανία δεσμεύεται από κάποια υποχρέωση να εφαρμόσει κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην οποία δεν ανήκει (!) ή ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση οφείλει να εφεύρει ειδικές διαδικασίες και λογισμικά (!) που δεν υπάρχουν. Διότι, αν δεν αποδώσουμε την τακτική αυτών των διαρροών σε κάποια πολιτική ανασφάλεια, θα πρέπει να τις θεωρήσουμε απλά, αυθόρμητα και άσκοπα ψεύδη. Και δεν το θέλουμε αυτό, ε;