Ο Μάκης Λεσπέρογλου, γεννήθηκε το 1955 και κατά τη διάρκεια της χούντας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα. Αργότερα ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τον Παλαιστινιακό αγώνα, υπό την μορφή πολιτικής στήριξης και αλληλεγγύης σε διωκόμενους παλαιστίνιους αγωνιστές. Μετά από μια χρονικά σύντομη παραμονή στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Αθήνα, παραμένοντας δραστήριος στους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας του 1980. Οι δίκες του και η αδιανόητη στοχοποίησή του από τις αρχές που ακολούθησε έμειναν στην ιστορία.
Στις 24 Οκτωβρίου του 1982 έγινε απόπειρα διάρρηξης ενός εργαστηρίου οδοντοτεχνικής στα Εξάρχεια, κατά την οποία τραυματίστηκε ένας αστυνομικός. Συνελήφθησαν δύο άτομα από τον φιλικό κύκλο του Αβραάμ Λεσπέρογλου ο ένας εκ των οποίων Παλαιστίνιος και ο άλλος Έλληνας.
Τις επόμενες ημέρες το όνομα του Λεσπέρογλου που προφανώς βρίσκονταν υπό παρακολούθηση όπως οι περισσότεροι αγωνιστές κατά της Χούντας, εμφανίστηκε στις εφημερίδες της εποχής και έγινε καταζητούμενος. Τακτική με σκοπό «να κλείνουν υποθέσεις» που ακολουθήθηκε και τα επόμενα χρόνια.
Ο Λεσπέρογλου δεν παρουσιάζεται στις αρχές, φοβούμενος ότι αν πει πως δεν πυροβόλησε αυτός τον Αστυφύλακα Ψαρουδάκη, θα μπλέξουν άλλοι. Γνώριζε πως είχε εμπλοκή ένας τρίτος Παλαιστίνιος τον οποίο δεν ήθελε και δεν μπορούσε για λόγους αρχής να κατονομάσει, ώστε να αποδειχθεί η αθωώτητά του.
Όπως είπε σε συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία στις 3 Μαΐου του 2000 «Όταν έμαθα ότι η αστυνομία με καταζητούσε για τον τραυματισμό του αστυνομικού Ψαρουδάκη παρέλυσα. Δεν ήξερα τι συνέβη και έπρεπε να διευκρινίσω τι ακριβώς είχε γίνει. Το ότι δεν ήταν πράξεις που με έβρισκαν σύμφωνο δεν έκανε τα πράγματα τόσο απλά όσο φαίνονται».
Συνέχισε λέγοντας πως «Η πεποίθηση μου, όμως, ότι αν έλεγα στις διωκτικές αρχές τι συνέβη θα εμπλέκονταν και άλλοι Παλαιστίνιοι και από την άλλη εκτιμώντας τη μακρόχρονη σχέση μου και παίρνοντας υπόψη τις συμφωνίες μαζί τους και όχι τη διαφωνία μου για αυτά τα γεγονότα, με υποχρέωσαν να σιωπήσω αντί να παρουσιαστώ και να ξεκαθαρίσω τη θέση μου».
Την 1η Απριλίου εκτελέστηκε ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος. Την ευθύνη για την οποία ανέλαβε η τότε πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση Αντικρατική Πάλη. Στις 6 Μαϊου πραγματοποιείται αιματηρή ληστεία σε Σούπερμάρκετ και στις 15 Μαΐου έλαβε χώρα στου Γκύζη συμπλοκή με το θάνατο τριών αστυνομικών και του Χρήστου Τσουτσουβή, μέλους της Αντικρατικής Πάλης. Η Ασφάλεια εμπλέκει τον Λεσπέρογλου και τον Γ.Μπαλάφα με όλα τα συμβάντα και στις 22 Μαϊου κατηγορεί επίσημα τους Λεσπέρογλου-Μπαλάφα ως συμμετέχοντες στην συμπλοκή.
Στις 1/11/1985 ασκείται δίωξη στον Λεσπέρογλου για την εκτέλεση Θεοφανόπουλου, τη ληστεία στο σούπερ μάρκετ και τη συμπλοκή στου Γκύζη. Ο Λεσπέρογλου εξήγησε αργότερα πως «μετά τις απίστευτες κατηγορίες που μου αποδόθηκαν το ’85 δεν είχα περιθώρια επιστροφής. Έτσι επέλεξα το δρόμο της αυτοεξορίας». Τον Δεκέμβρη του 1999 επιχειρεί να επιστρέψει στην Αθήνα για να βρεθεί κοντά στη μητέρα του, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται χωρίς αναστολή, σε ποινή 3,5 ετών για «παράνομη είσοδο στη χώρα».
Ταυτόχρονα ξανανοίγουν οι παλιές δικογραφίες και στις 24 Μαΐου του 2000 καταδικάστηκε σε ακόμα 3,5 χρόνια φυλακή για ανυποταξία. Άμεσα, συγκροτήθηκε η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Αβραάμ Λεσπέρογλου, η οποία προχωρά σε παρεμβάσεις ζητώντας την αποφυλάκισή του και δίκαιες δίκες. Ταυτόχρονα, καθώς ο Γιάννης Μπαλάφας είχε αθωωθεί για τις αντίστοιχες κατηγορίες που κατηγορούνται και ο Λεσπέρογλου έγινε σαφές πως ήταν αρκετά πιθανό να ήταν και ο ίδιος αθώος.
Ο Μάκης Λεσπέρογλου πάντα είχε στο πλευρό του δεκάδες αλληλέγγυους, όσους τον γνώριζαν από την αντιδικτατορική του δράση αλλά και από τις επόμενες γενιές. Πορείες και διαδηλώσεις λάμβαναν χώρα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και άλλες πόλεις.
Στις 25 Οκτωβρίου ο συνήθης ύποπτος καταδικάστηκε από το ΜΟΔ Αθηνών σε 17 χρόνια φυλάκιση για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του αστυφύλακα Ψαρουδάκη. Κατηγορία που κατέπεσε στο Εφετείο πανηγυρικά. Ο Λεσπέρογλου κρίθηκε αθώος κατά πλειοψηφία από τους τέσσερις ενόρκους και αρχίζουν να μειώνονται και οι υπόλοιπες ποινές μετά την κατακραυγή και καταγγελίες για «βιομηχανία φυλάκισης αγωνιστών» .
Το Εφετείο Αθηνών μείωσε στις 20 Ιουνίου του 2001 την ποινή για την παράνομη είσοδο στη χώρα και στις 25 Οκτωβρίου του 2001 αθωώθηκε και για τις υποθέσεις Θεοφανόπουλου, Σκλαβενίτη και συμπλοκής στου Γκύζη όπως και ο Γιάννης Μπαλάφας. Στις 6 Νοεμβρίου ήταν ελεύθερος καθώς και το στρατοδικείο δέχτηκε την αναστολή εκτέλεσης της ποινής καθώς ο Λεσπέρογλου είχε εκτίσει τα 3/5 της ποινής.
Ελεύθερος πλέον περίμενε την επανεκδίκαση της υπόθεσης Ψαρουδάκη, καθώς ο εισαγγελέας Δημόπουλος, στις 7 Ιουνίου του 2001 άσκησε αίτηση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης, με το σκεπτικό πως δεν ήταν πλήρως αιτιολογημένη από… τους δικαστές που ψήφισαν την καταδίκη του! Αίτηση που το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου κάνει αποδεκτή. Η επανεκδίκαση της έφεσης ορίζεται στις 9 Σεπτεμβρίου του 2001.
Εν μέσω των συλλήψεων της 17 Νοέμβρη με κατηγορίες για τρομοκρατία, την τρομοϋστερία που ακολούθησε και την ανάγκη για «καθαρή» έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις υποθέσεις τρομοκρατίας, οι αρχές συλλαμβάνουν και οδηγούν τον Λεσπέρογλου ξανά στις φυλακές Κορυδαλλού στις 4 Αυγούστου. Όπου τον Σεπτέμβρη απορρίπτεται και η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης φυλάκισης του από το Εφετείο…
Τον Σεπτέμβρη του 2002 είπε στους ενόρκους «Οποια και αν είναι η κρίση σας, εγώ είμαι αθώος και θα το φωνάζω. Θέλω να σας πω να παλεύετε γι’ αυτά που πιστεύετε. Ευχαριστώ όλους όσοι ήρθαν από την πατρίδα μου για να μου συμπαρασταθούν».
H ψήφος τους επικράτησε αυτής των τριών δικαστών και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο έκρινε αθώο κατά πλειοψηφία τον Λεσπέρογλου για την απόπειρα δολοφονίας του αρχιφύλακα Γ. Ψαρουδάκη το 1982 στα Εξάρχεια.
Ο δικηγόρος του Γιάννης Ραχιώτης, δήλωσε λακωνικά ότι «το δικαστήριο έκανε το αυτονόητο. H απόφαση είναι νίκη της ελληνικής κοινωνίας και της αξιοπρέπειας απέναντι στις αφόρητες πιέσεις». Ο Σπύρος Φυτράκης έτερος εκ των συνηγόρων, ο οποίος αναλάμβανε συχνά υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγωνιστών και έφυγε πρόφατα από τη ζωή, υποστήριξε ότι το δικαστικό σύστημα με ενόρκους είναι «το καταλληλότερο για να κρίνει όλες τις υποθέσεις, ακόμη και αυτές που έχουν πολιτικό χαρακτήρα».
Για την ιστορία μετά τη σύλληψη της 17Ν και «μαρτυρία» του Χριστόδουλου Ξηρού πως συζητούσε με τον Λεσπέρογλου το 1983 για την πιθανότητα ένοπλης δράσης, ο Λεσπέρογλου δήλωσε πως «βλέπουμε στάσεις και συμπεριφορές που από τον κατήφορο καταλήγουν στον εκφυλισμό. Δυστυχώς, δίπλα σε όλη αυτή την εκστρατεία για την πάταξη της τρομοκρατίας, που σηματοδοτεί τηνένταση της αστυνομοκρατίας και της κρατικής καταστολής, εκδηλώνονται φαινόμενα που ενισχύουν τη συκοφάντηση και τη χαφιεδολογία, οι οποίες ευνοούν την εξουσία».