Η σημερινή κρίση του ΠΑΣΟΚ που έχει οριοθετηθεί ως διαδικασία για νέα ηγεσία είναι βαθύτερη από αυτό που βλέπουμε και προφανώς δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα μόνον. Είναι κρίση ταυτότητας. Πυξίδας. Προσανατολισμού. Κι αν δεν ιδωθεί έτσι, νομίζω η συζήτηση θα είναι σισύφεια. Θα ανεβαίνει η πέτρα και θα γυρνά πίσω.
Κατ’ αρχάς το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ξεκαθαρίσει τι ήταν το Μνημόνιο και η υπαγωγή στην επιτροπεία. Ηταν ευλογία; Αναγκαίο; Τότε γιατί δεν το υπερασπίστηκε αλλά μιλούσε για αναγκαίο κακό; Τι σόι ευλογία επίσης ήταν, αν ήταν, μια μηχανική που συμπίεσε το εργατικό κόστος και καθήλωσε το ΑΕΠ με μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση;
Αν πάλι για το ΠΑΣΟΚ το πρώτο Μνημόνιο, το δεύτερο αλλά και το μακροπρόθεσμο ήταν αναγκαία για τη διάσωση της χώρας, γιατί αυτό δεν ίσχυε για το Μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ; Υπήρχε ένα καλύτερο Μνημόνιο από τα τρία και πώς αλήθεια το ΠΑΣΟΚ ψήφισε και τα τρία; Αν ρωτήσεις τα στελέχη του, θα λάβεις διαφορετική απάντηση. Και αν επίσης τα ρωτήσεις γιατί συγκυβέρνησαν με τον Σαμαρά θα σου πουν πάλι κάτι άλλο. Ενδεικτικά όλα αυτά μιας ταυτότητας που μεταβλήθηκε μετά το 2009. Που για καιρό την περίοδο 2014 – 2022 ταυτίστηκε με μια ρετρό εκφώνηση και που για πολλούς παρότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ταυτισμένο με την εποχή μιας όντως σπουδαίας κοινωνικής κινητικότητας, ήταν και το κόμμα του Καστελλόριζου και της μνημονιακής υπαγωγής. Αδικα; Δίκαια; Μικρή σημασία έχει στην πολιτική.
Εδώ το κυρίαρχο είναι πώς καταφέρνεις να αναταχθείς. Πώς καταφέρνεις να διαμορφώσεις ξανά κυβερνητική φανέλα. Να συγκροτήσεις κοινωνική συμμαχία. Τίποτε από αυτά δεν έγινε για τη Χαριλάου Τρικούπη παρότι και η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά και ο Νίκος Ανδρουλάκης πιστώνονται κάτι θετικό για τις ημέρες τους: πως διατήρησαν την αυτονομία του χώρου τους σε δύο διαφορετικές στιγμές. Στην πρώτη είχε ρεύμα ο Τσίπρας και εύκολα θα μπορούσε να ρευστοποιηθεί το κόμμα. Στη δεύτερη είχε ο Μητσοτάκης, και πάλι το ΠΑΣΟΚ για κάποιους μπορούσε να γίνει πολιτική λεία. Κρατήθηκε, μα δεν βρήκε την πραγματική του πυξίδα. Δεν μίλησε μαζικά με το σύνολο της παραδοσιακής του βάσης που εν τω μεταξύ τριχοτομήθηκε μεταξύ αποχής, ΣΥΡΙΖΑ και Μητσοτάκη. Κράτησε έναν σκληρό πυρήνα αλλά ως εκεί.
Η κρίση του δεν αφορά τη σημερινή του ηγεσία. Αφορά τον πυρήνα του κόμματος. Τη θέση του στο πολιτικό σύστημα. Είναι Σοσιαλδημοκρατία με επιστροφή στο κοινωνικό κράτος και ρήξεις με μέρος της ολιγαρχίας ή θολή Κεντροαριστερά ευέλικτη να κυβερνήσει με όλους; Είναι συνέχεια της μεταπολεμικής οικογένειας που θεμελίωσε μαζί με τα εργατικά κινήματα, κοινωνικά συμβόλαια στη Δύση; Ή συνέχεια μιας μεταλλαγμένης Σοσιαλδημοκρατίας των Νέων Εργατικών, του Μπλερ, του Σρέντερ που δανείστηκε τη νεοφιλελεύθερη χάρτα; Ωρα για απαντήσεις.
Η Αλβανία είναι τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά από εμάς. Με τους Αλβανούς συνυπάρχουμε και συζούμε περίπου τέσσερις δεκαετίες. Και πάλι δεν μας ξέρουν, δεν τους ξέρουμε. Το νότιο κομμάτι της Αλβανίας μάς το έχει φωτίσει μοναδικά ο Τηλέμαχος Κώτσιας. Μιλώ για τη Βόρεια Ηπειρο. Την Αλβανία ως χώρα και κυρίως υπό το τεκτονικό ρήγμα της μεταβολής του 1989-91 τη χαρτογράφησε ο Ισμαήλ Κανταρέ που έφυγε χθες. Μια ακόμη απόδειξη πως η πραγματική λογοτεχνία συχνά ή και πάντα ιστορεί τους λαούς και τους τόπους καλύτερα από όλους.
Στην Ελλάδα γίνονται πολλά φεστιβάλ. Πολλά από αυτά βαφτίζονται διεθνή ή είναι απλώς παραλλαγές συναυλιών με την ανάμειξη δήμων και περιφερειών. Λείπει ο άξονας και το όραμα και πλεονάζουν οι εκδηλώσεις. Ενα τέτοιο δεν είναι το Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά που φέτος έγινε για τρίτη χρονιά και μάλιστα με ξένους συγγραφείς (Ρονκαλιόλο κ.ά.), Ελληνες (Γαλανάκη, Μάρκαρης, Διβάνη κ.ά.), θεματικά τραπέζια και σπουδαίους διανοητές σαν τον Αγγελο Χανιώτη ή τον Στέφανο Τραχανά. Το Φεστιβάλ οργανώνεται από ανθρώπους που ξέρουν την κοινότητα του βιβλίου. Και είναι ένα παράδειγμα πώς πετυχαίνουν τα πράγματα όταν εμπλέκονται σε αυτά άνθρωποι που τα ξέρουν.