Η σαρωτική επικράτηση της Εθνικής Συσπείρωσης (RN) στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου και η εσπευσμένη προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών από τον Εμανουέλ Μακρόν σήμαναν συναγερμό στο «δημοκρατικό τόξο» της Γαλλίας.
Σοσιαλιστές και Οικολόγοι – Πράσινοι, Ανυπότακτη Γαλλία και Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισαν να αναστήσουν, κυριολεκτικά εν μια νυκτί, τη συμμαχία τους, μετονομάζοντάς τη σε Νέο Λαϊκό Μέτωπο, θέτοντας ως στόχο να ηττηθεί η Ακροδεξιά και να μην έρθει στην εξουσία η Μαρίν Λεπέν. Προσπαθώντας, παράλληλα, να πείσουν τους συμπατριώτες τους ότι οι σοβαρές πολιτικές διαφωνίες που είχαν οδηγήσει στη διάλυση, εις τα εξ ων συνετέθη, του προηγούμενου συνασπισμού, του NUPES, που είχαν συγκροτήσει για τις εκλογές του 2022, δεν υφίστανται πλέον.
Την ίδια στιγμή, η παραδοσιακή Δεξιά της χώρας, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, βρέθηκε στα πρόθυρα της διάσπασης, εξαιτίας της πρότασης που κατέθεσε ο (υπό προθεσμία, πλέον) πρόεδρός του, Ερίκ Τσιοτί, για συμπόρευση με το RN, η οποία αντανακλά και τις διαθέσεις ενός σημαντικού τμήματος της εκλογικής του βάσης. Οσο για τους μακρονιστές, παραμένουν σε κατάσταση σοκ και ουδείς πιστεύει – ούτε οι δημοσκόποι – ότι έχουν σοβαρές ελπίδες να κάνουν την έκπληξη στις εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου, δικαιώνοντας το ρίσκο που πήρε ο πρόεδρος.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα, η οποία κάθε άλλο παρά ελκυστική και πειστική είναι για τον μέσο ψηφοφόρο, η Λεπέν και ο εκλεκτός της για την πρωθυπουργία, ο 28χρονος Ζορντάν Μπαρντελά, επιχειρούν να στείλουν ένα μήνυμα σταθερότητας, αυτοπεποίθησης και, σε μεγάλο βαθμό, συνέχειας. Τοποθετώντας, παράλληλα, τον πήχη ακόμη πιο ψηλά, στο όριο της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας των 289 (τουλάχιστον) εδρών. Είναι κάτι, άλλωστε, που τους επέτρεψαν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι, χαρίζοντας στο κόμμα τους την πρωτιά σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες, με ελάχιστες εξαιρέσεις – όπως οι πολίτες με ανώτατο επίπεδο μόρφωσης και τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων –, και μάλιστα σε κάθε γωνιά της Γαλλίας, από τη Μάγχη μέχρι τη Μεσόγειο και από τον Ατλαντικό μέχρι τις Αλπεις.
Η «ακτινογραφία» των ψηφοφόρων, όπως αυτή αποτυπώνεται και στα σχετικά γραφήματα, είναι αποκαλυπτική της έκτασης που έχει αποκτήσει η διείσδυση της Ακροδεξιάς στη γαλλική κοινωνία, ολοένα μεγαλύτερο μέρος της οποίας έχει πάψει πλέον να την αντιμετωπίζει ως περιθώριο και απειλή. «Είμαστε ένα κανονικό κόμμα, όπως όλα τα άλλα, με την έννοια ότι είμαστε εξίσου ρεπουμπλικανικό κόμμα όπως τα υπόλοιπα, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και ακόμη περισσότερο», σημειώνει μιλώντας στην «El Pais» ο επικεφαλής του δημοσκοπικού τμήματος και της θεωρητικής σχολής του RN, Ζερόμ Σαν-Μαρί, ξεκαθαρίζοντας ότι ο σεβασμός στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι δεδομένος και αδιαπραγμάτευτος.
Ολα αυτά, βεβαίως, δεν συνέβησαν ούτε γρήγορα ούτε εύκολα. Αποτελούν το αποτέλεσμα μιας πολυετούς και άοκνης προσπάθειας από την ίδια τη Λεπέν, η οποία, αμέσως μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Εθνικού Μετώπου, το 2011, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό της: να «αποδαιμονοποιήσει» την παράταξή της και να συγκροτήσει μια «σοβαρή και κυβερνώσα Ακροδεξιά», που θα ήταν ικανή να αναλάβει το τιμόνι της Γαλλίας, χωρίς να τρομάζει τους πολίτες της και να δίνει λαβές στους αντιπάλους της για να την εκθέτουν.
Τα βήματα υπήρξαν διαδοχικά και συστηματικά: η αρχή έγινε με την πολιτική ρήξη με τον πατέρα της και ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου, Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος μπορεί να έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002, υποχρεώνοντας σε ταπεινωτική ήττα τον τότε ηγέτη των Σοσιαλιστών, Λιονέλ Ζοσπέν, όμως ήταν φανερό πως ήταν σε θέση να πείσει την πλειοψηφία των Γάλλων να τον εμπιστευθούν. Ακολούθησε η σταδιακή άμβλυνση των θέσεών της και της προσαρμογής τους στο πλαίσιο και τις απαιτήσεις του γαλλικού πολιτικού συστήματος, μια διαδικασία η οποία είχε ως φυσική κατάληξη τη μετονομασία του πολιτικού φορέα σε Εθνική Συσπείρωση, ώστε να μην ξυπνούν δυσάρεστες μνήμες στους δημοκρατικά ευαίσθητους Γάλλους.
Σε αυτή την πορεία, επίσης, ο «ευρωσκεπτικισμός» συρρικνώθηκε δραστικά, σε βαθμό που απλώς να εκφράζει τις ανησυχίες τις οποίες έτσι κι αλλιώς έχουν οι Γάλλοι, τόσο οι… πληβείοι όσο και οι πατρίκιοι. Η θέση περί εξόδου από τη ζώνη του ευρώ εγκαταλείφθηκε οριστικά (αν και χωρίς τυμπανοκρουσίες), ώστε να μην «τρομάζουν» τα μεσαία στρώματα και οι συνταξιούχοι. Οσο για τις αντισημιτικές αιχμές, περιορίστηκαν και, μετά τον πόλεμο στη Γάζα, εξαλείφθηκαν πλήρως και μετατράπηκαν σε (περίπου άνευ όρων) στήριξη του Ισραήλ.
Μετά δε την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών, η προσπάθεια των Λεπέν και Μπαρντελά να διαλύσουν τις ανησυχίες όσων εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ως εφιάλτη το σενάριο διακυβέρνησης της Γαλλίας από το RN εντάθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο και απευθυνόμενος κυρίως προς τους εκτός συνόρων εταίρους της Γαλλίας – στη γραμμή που έχει χαράξει η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι – ο επίδοξος πρωθυπουργός τής είπε: «Εχω μια κόκκινη γραμμή. Δεν σχεδιάζω να αμφισβητήσω τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Γαλλία σε διεθνές επίπεδο, διότι υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας προς τους ευρωπαίους εταίρους μας και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ».
Από την πλευρά της, η Λεπέν εμφανίστηκε εντυπωσιακά καθησυχαστική αναφορικά με το τι μπορεί να συμβεί μετά τις εκλογές, εάν το κόμμα της σχηματίσει κυβέρνηση. «Σέβομαι τους θεσμούς και δεν επιδιώκω να υπάρξει θεσμικό χάος. Απλούστατα, θα υπάρξει (πολιτική) συμβίωση», είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Κυριακή στη «Le Figaro», στην οποία απέκλεισε το ενδεχόμενο να ζητήσει την παραίτηση του Μακρόν και τη διεξαγωγή και πρόωρων προεδρικών εκλογών. Θα πείσει, άραγε, ότι είναι ειλικρινής και εννοεί όσα λέει; Κοντός ψαλμός…
Η τελευταία δημοσκόπηση της Ifop, το αποτέλεσμα της οποίας έγινε γνωστό την περασμένη Δευτέρα, φέρνει την Εθνική Συσπείρωση να συγκεντρώνει 33% στον πρώτο γύρο και να ακολουθείται από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο με 28% και, πολύ πιο μακριά, τον συνασπισμό του Μακρόν με 18%. Τα παραπάνω ποσοστά, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν ασφαλείς προβλέψεις για τον δεύτερο γύρο και τους συσχετισμούς που θα προκύψουν στη νέα Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Τα πράγματα «είναι πολύ πιο περίπλοκα», λέει ο Ματιέ Γκαγιάρ, διευθυντής της Ipsos, παραπέμποντας σε πολλούς απρόβλεπτους παράγοντες – ανάμεσά τους και στη χαοτική κατάσταση που επικρατεί στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών. Αλλοι συνάδελφοί του παραπέμπουν στην εμπειρία των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών του 2022: τότε, οι αρχικές προβλέψεις έκαναν λόγο για 15-35 έδρες για το κόμμα της Λεπέν, αριθμός που αυξήθηκε στις 50 το πολύ μετά τον πρώτο γύρο. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, ήταν πολύ διαφορετικό, καθώς το RN συγκέντρωσε 89 έδρες – κάτι που, με τη σειρά του, αποδεικνύει ότι υπήρχε από τότε ένα υπόγειο ρεύμα υπέρ του, το οποίο αυτή τη φορά είναι πολύ πιθανό να ενισχυθεί σημαντικά.
«Οι υπηρεσίες πληροφοριών θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις αντίστοιχες ρωσικές, όπως συμβαίνει σήμερα, αξιοποιώντας τα ευρήματά τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους πραγματικούς κινδύνους; Ποιος θα τους δίνει εντολές, τα επιβλέποντα υπουργεία ή το Μέγαρο των Ηλυσίων; Και δεν θα εγείρει ζητήματα ασφαλείας η άνοδος στην κυβερνητική εξουσία ενός κόμματος το οποίο δεν έκρυψε ποτέ πόσο κοντά αισθάνεται στο καθεστώς του Πούτιν;».
Αυτά και αρκετά ακόμη ερωτήματα έθεσε, στο πλαίσιο συνέντευξής του στη «Le Monde», o σύμβουλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών (IISS) του Λονδίνου και ειδικός σε ζητήματα ασφαλείας, Φρανσουά Χάισμπεργκ.
Χωρίς δε να μασά τα λόγια του, ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση συγκατοίκησης του Εμανουέλ Μακρόν με μια ακροδεξιά κυβέρνηση (πιθανότατα υπό τον Ζορντάν Μπαρντελά), τότε η κατάσταση που θα προκύψει στη Γαλλία όχι μόνο δεν θα είναι εύκολα διαχειρίσιμη, αλλά δεν αποκλείεται να προκαλέσει προβλήματα σε επίπεδο ασφαλείας. Οπως επίσης και στη στάση που θα τηρεί το Παρίσι στα μεγάλα διεθνή ζητήματα.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει, βεβαίως, ότι εκεί όπου θεσμικά υπάρχει «γκρίζα ζώνη» αναφορικά με τις αρμοδιότητες, επιτυγχανόταν πάντοτε συνεννόηση ανάμεσα σε πρόεδρο και πρωθυπουργό, ώστε η Γαλλία να εμφανίζεται με ενιαία εθνική γραμμή. Προκειμένου δε κανείς να μη θεωρηθεί «ριγμένος», οι εταίροι της στην ΕΕ υπήρξαν φορές που δέχθηκαν ακόμη και τη διπλή εκπροσώπηση της χώρας στις συνόδους κορυφής. Τώρα, όμως, τα πράγματα ίσως να είναι διαφορετικά, καθώς η σχέση του Μακρόν με Λεπέν και Μπαρντελά δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη του Φρανσουά Μιτεράν με τον Ζακ Σιράκ.
«Αναμφίβολα, στην περίπτωση που το RN εγκατασταθεί στο Ματινιόν, έχει τη δυνατότητα να αποφύγει να παρουσιάζεται δημοσίως ως όργανο του Πούτιν. Ομως, μπορούμε να φανταστούμε ότι θα επιβραδύνει την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Γαλλίας προς το Κίεβο με όλα τα μέσα, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο», εκτιμά ο Χάισμπεργκ, παραπέμποντας στο ποσό των 3 δισ. ευρώ που η Γαλλία έχει υποσχεθεί πως θα δίνει ετησίως στην Ουκρανία για τα επόμενα τρία χρόνια, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό και να εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο.
Το σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι σε αυτό ειδικά το θέμα, παρά τις όποιες επίσημες διαβεβαιώσεις, αρκετοί θα χάσουν τον ύπνο τους, έστω και προσωρινά, εάν η Ακροδεξιά σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας.