Τον τελευταίο καιρό διαβάζω και ακούω ότι υπάρχει η σκέψη να στηθεί ανδριάντας ή να μετονομασθεί κάποιος δρόμος στη μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου. Τέτοιου είδους ενέργειες μεταμορφώνουν αιφνίδια σε «κατεστημένο» έναν άνθρωπο του οποίου ολόκληρη η ύπαρξη ήταν ριζικά αντίθετη σε κάθε κατεστημένη έννοια και πράξη. Θα μπορούσε μάλιστα να γραφτεί ένα ογκώδες βιβλίο για αυτήν την τάση της ρήξης που διέκρινε τον Ανδρέα. Σε μια φοιτητική διαδήλωση το έτος 1970, στο Πανεπιστήμιο του Northeastern της Βοστώνης, ένας Αμερικανός φοιτητής ρώτησε τον Ανδρέα αν ευθυνόταν καθόλου και ο ίδιος για τα γεγονότα του 1967. Ιδού η απάντηση του Ανδρέα:
Υποθέτω πως η ευθύνη μου έχει να κάνει με το γεγονός ότι εγώ απογύμνωσα μπροστά στα μάτια των Ελλήνων τη δομή της εξουσίας στην Ελλάδα. Και ότι εγώ προσπάθησα να προσδιορίσω σημαντικούς στόχους για τους Έλληνες, ώστε να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Τα έβαλα με το κατεστημένο της εποχής. Αντιστάθηκα στην ιδέα ότι η Ελλάδα πρέπει να δεχτεί να παίξει τον ρόλο μιας χώρας-δορυφόρου, αντιστάθηκα στην ιδέα ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις θα μπορούσαν να έχουν επικεφαλής ανθρώπους του παλατιού ή της αμερικανικής πρεσβείας ή του αμερικανικού στρατού. Απέρριψα την ιδέα ότι οι μυστικές μας υπηρεσίες θα μπορούσαν να κατευθύνονται από τη CIA. Απέρριψα την ιδέα ότι η οικονομική ζωή της χώρας θα μπορούσε να κατευθύνεται ή να οδηγείται από μια οικονομική ολιγαρχία — και αν εγώ ή κάποιος άλλος δεν είχαμε ενεργήσει με τον τρόπο αυτόν, δεν θα είχε υπάρξει πραξικόπημα, διότι δεν θα είχε υπάρξει η αντιπαράθεση.
Θα ξαναέκανα ό,τι είχα κάνει αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στον χρόνο; Ναι, θα το έκανα. Αλλά με μία διαφορά. Μία διαφορά που προκύπτει από την εμπειρία και την αποτυχία. Θα είχα επίσης προετοιμαστεί για την αντιπαράθεση που έγινε στις 21 Απριλίου 1967 —κάτι που μας κατέλαβε εξ απροόπτου— και ελπίζω κάτι αντίστοιχο να μην αιφνιδιάσει και άλλες χώρες και άλλους λαούς.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Με μια τόσο ξεκάθαρη θέση που ακόμη και σήμερα μας συγκινεί, ένας ανδριάντας ή ένας δρόμος μού φαίνεται παράδοξη τιμή, διότι αντιπροσωπεύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήταν η ζωή του Ανδρέα. Εξάλλου και ο ίδιος ο κόσμος και ιδιαίτερα η νεολαία αντιστέκονται από τη φύση τους στο «κατεστημένο». Στη Ρωσία και στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα, τα παιδιά δεν θέλουν να ακούσουν για τον Μαρξ, επειδή ήταν υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία. Στη Δύση, όπου υποτίθεται ότι ο Μαρξ ήταν απαγορευμένος, υπήρξε και υπάρχει μεγάλη δίψα να τον ανακαλύψουν. Με την ίδια λογική που θέλει τους νέους να αντιστέκονται στο κατεστημένο, δεν θα πρέπει η μνήμη του Ανδρέα να επιβληθεί σε κανέναν. Δεν υπάρχει πιο γρήγορος τρόπος να προκαλέσεις την αδιαφορία του νέου και του σκεπτόμενου ανθρώπου από το να του προτείνεις τι πρέπει να σκεφθεί, λέγοντάς του: «Να ο μεγάλος άνδρας, να και ο ανδριάντας του».
Ένας ακόμη λόγος που διστάζω για τον ανδριάντα είναι ότι την επομένη σχεδόν των εγκαινίων του το άγαλμα θα γεμίσει γκραφίτι και χυδαιογραφίες. Πολλοί νέοι δηλαδή θα «πράξουν το καθήκον τους» ενάντια στο επιβεβλημένο «κατεστημένο». Φοβάμαι επίσης ότι η πράξη της μετονομασίας ενός δρόμου θα χάσει πολύ γρήγορα το νόημά της. Ποιανού το μυαλό πηγαίνει σε ανάπηρους και καροτσάκια όταν λέει στον ταξιτζή να τον μεταφέρει στην οδό Αναπήρων Πολέμου;
Εξάλλου, είναι πολύ νωρίς ακόμη για ανδριάντες και δρόμους και πλατείες. Έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια απ’ τον θάνατό του. Να αποτιμηθεί πρώτα το έργο του από τους ιστορικούς, τους επιστήμονες αλλά και από τον καθένα μας, και κατόπιν θα προκύψει ο καλύτερος τρόπος τίμησης της μνήμης του.
Πιστεύω ότι για τον Ανδρέα πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό από τα καθιερωμένα. Κάτι ίσως πιο ριζοσπαστικό. Αν θέλουμε να σεβαστούμε τη μνήμη του, ας κάνουμε κάτι καινούργιο που να ταιριάζει με το επαναστατικό του πνεύμα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Δεν είμαι ειδικός της σημειολογίας όσον αφορά τον θάνατο, αλλά θα άφηνα την απόφαση τού πώς θα τιμηθεί ο Ανδρέας στη νέα γενιά. Με ποιον τρόπο; Πολύ απλά: να επιλεγεί, στην Αθήνα ή αλλού, ένας τοίχος από κτίριο ή ακόμη και από γιαπί. Ένας λευκός τοίχος, μια λευκή επιφάνεια, αφιερωμένη στη μνήμη του Ανδρέα. Και εκεί ας γράψει και ας ζωγραφίσει ο καθένας ό,τι θέλει. Υπέρ ή κατά. Ένας μεγάλος τοίχος, βαμμένος λευκός, ένας τοίχος στον οποίο θα υπάρχει η ελευθερία να γράψει ο καθένας ό,τι θέλει. Και να είναι τελικά η ίδια η ελευθερία που θα γράψει, θα διαγράψει και θα σβήσει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί κάτι που δεν θα έχει επιβληθεί, κάτι που θα αναπνέει, που θα δώσει στον κάθε πολίτη ένα μέσον πραγματικής έκφρασης γι’ αυτόν τον πολυσύνθετο ηγέτη.
Το διαδικαστικό μέρος, το πώς δηλαδή θα λειτουργεί αυτό το βήμα ελεύθερης έκφρασης, είναι θέμα που ρυθμίζεται. Μπορεί μια δημοτική αρχή ή ένας ιδιωτικός φορέας να αναλάβουν την επιλογή και τη «συντήρηση» του τοίχου, ώστε όταν «γεμίζει» να βάφεται άσπρος. Να φωτογραφίζεται μάλιστα ο τοίχος αυτός προτού σβησθεί. Μπορεί ακόμη ο λευκός τοίχος του «Ανδρέα» να «κινείται» από πόλη σε πόλη, αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Μπορεί να υπάρχουν συγχρόνως πιο πολλοί τοίχοι από έναν.
Όταν ο τοίχος αυτός μείνει στάσιμος, όταν ξεθωριάσει εντελώς από χρώμα (και ουσία), όταν πάψει να είναι «ζωντανός», τότε σημαίνει ότι ο ηγέτης αυτός έχει περάσει πια στην ιστορία, όπως ένα κλασικό βιβλίο που το έχουμε όλοι στη βιβλιοθήκη μας, μαζί με άλλα σημαντικά βιβλία, αλλά δεν το ανοίγουμε πια. Τότε θα μπορούμε να σκεφτούμε για μετονομασίες δρόμων, ανδριάντες και άλλα έργα τιμής.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να μην ασχοληθεί κανένας μ’ έναν τέτοιο τοίχο, δηλαδή να μείνει άδειος. Και αυτό είναι μια κατάθεση.
Εκείνο που μετράει είναι η συμμετοχή, ακόμη και διά της αποχής. Σε ένα τέτοιο έργο μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας. Τόσο ο καλλιτέχνης όσο και ο μη καλλιτέχνης. Το ζητούμενο σήμερα είναι αυτό ακριβώς: η συμμετοχή.
Να μη φοβηθούμε να απαλλαγούμε από τις μούμιες της πολιτικής που σαν σκιάχτρα στοιχειώνουν τη συνείδησή μας, είτε με τη μορφή του ανδριάντα είτε με αυτήν της σάπιας παρελθοντολογίας.
Υπάρχουν τρόποι για να μένει ζωντανή η μνήμη μας. Χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας, προτού βιαστούμε να ακολουθήσουμε λύσεις μέτριας μορφής, προτείνω να κάνουμε τον Λευκό Τοίχο Ανδρέα Παπανδρέου.
*Κείμενο του Νίκου Παπανδρέου για τον εκλιπόντα πατέρα του, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν από 26 ακριβώς χρόνια, την Κυριακή 21 Ιουνίου 1998.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε φύγει από τη ζωή δύο χρόνια νωρίτερα, στις 23 Ιουνίου 1996, σε ηλικία 77 ετών.