Δύο είναι οι βασικές κριτικές που έγιναν στον Κιλιάν Εμπαπέ για την έκκλησή του προς τους νέους της Γαλλίας να μην ψηφίσουν τα άκρα. Η μία ήταν γενικού χαρακτήρα: οι ποδοσφαιριστές, και ιδιαίτερα εκείνοι που εκπροσωπούν τα χρώματα της Γαλλίας, δεν πρέπει να ανακατεύονται στην πολιτική. Aνοησίες. Οι αθλητές είναι κι αυτοί ενεργοί πολίτες και δικαιούνται όχι μόνο να έχουν άποψη, αλλά και να την εκφράζουν. Επιπλέον, είναι χίλιες φορές προτιμότερο να ακούς τον Εμπαπέ να μιλάει για τη σημασία της συμμετοχής στις γαλλικές εκλογές από το να ακούς έναν άλλο ποδοσφαιριστή από τα παρισινά μπανλιέ, τον Ρομπέν Λε Νορμάν, να λέει ότι δεν ξέρει αν θα ψηφίσει, αφού άλλωστε δεν ξέρει και τι κρίνεται σε αυτές τις εκλογές.
Ούτε είναι σπάνιο να εκφράζουν πολιτικές απόψεις οι γάλλοι ποδοσφαιριστές. Τον Απρίλιο του 2002, ο θρυλικός Ζινεντίν Ζιντάν είχε καλέσει ανοιχτά τους Γάλλους να μην ψηφίσουν τον Ζαν-Μαρί Λεπέν που είχε περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. O ίδιος ο Εμπαπέ έχει κληθεί δύο φορές στο προεδρικό μέγαρο από τον Εμανουέλ Μακρόν, την πρώτη όταν ήταν μόλις 19 ετών. Γιος μεταναστών, ξύπνιος, επικοινωνιακός, είδωλο της νεολαίας, μπορεί να αποβεί πολύτιμος στη μάχη που δίνεται για τη σωτηρία της γαλλικής δημοκρατίας. «Οι προειδοποιήσεις του Εμπαπέ, του Τουράμ και άλλων ποδοσφαιριστών μπορεί να μην επηρεάσουν τους λευκούς και άνεργους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης που στηρίζουν τη Λεπέν, ενδέχεται όμως να αφυπνίσουν νέους από τα προάστια που δεν σκόπευαν να ψηφίσουν», λέει ο Φιλίπ Μαρλιέρ, καθηγητής Γαλλικής και Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο University College του Λονδίνου.
Η δεύτερη κριτική εκπορεύτηκε από τον υποψήφιο της Ακροδεξιάς για την πρωθυπουργία. «Οταν έχεις την τύχη να έχεις έναν πολύ υψηλό μισθό, όταν είσαι δισεκατομμυριούχος, δεν μπορείς να δίνεις μαθήματα σ’ εκείνους που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα», είπε ο Ζορντάν Μπαρντελά. Το επιχείρημα εντάσσεται στη γνωστή εκστρατεία των λαϊκιστών, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, που υπόσχονται ότι αυτοί, όχι οι «ελίτ», θα λύσουν τα προβλήματα της φτώχειας, των ανισοτήτων, του κοινωνικού αποκλεισμού. Αλλά έχει διαψευστεί στην πράξη: όποτε οι λαϊκιστές δοκιμάστηκαν στην κυβέρνηση, έφαγαν τα μούτρα και τα δικά τους και των φτωχών που υποτίθεται ότι θα έσωζαν.
Επιπλέον, είναι ένα επιχείρημα αντιδημοκρατικό. Ούτε ο Μπαρντελά ούτε οι υπαρχηγοί του μπορούν να αποφασίζουν ποιος θα συμμετέχει και ποιος όχι στον δημόσιο διάλογο. Ανάλογες επιθέσεις έχει δεχθεί από το επιτελείο του Τραμπ η Τέιλορ Σουίφτ: κι αυτή είναι μουσικός και δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική, κι αυτή είναι πλούσια και δεν δικαιούται διά να ομιλεί, άσε που είναι γυναίκα και δεν καταλαβαίνει.
Αλλά τόσο αυτή, όσο και ο Εμπαπέ, μπορούν να γυρίσουν το παιχνίδι.