Ο άντρας μου και οι φίλοι μου με βρίζουν, οι συνάδελφοί μου γελάνε μαζί μου και δεν έχω βρει ούτε έναν άνθρωπο –ψέματα μόνον κάποιους που με βλέπουν με συμπάθεια- στη χώρα που υπάρχει πάντα ήλιος, που να συμφωνεί μαζί μου για το πόσο καταπιεστικό, καταναγκαστικό και αγχωτικό είναι το να φεύγεις (οπωσδήποτε) ταξίδι εντός Ελλάδας για διακοπές.
«Τι; Είσαι τρελή; Ζεις στην πιο ευλογημένη χώρα του κόσμου και εσύ δε θες να φύγεις για διακοπές στο νησί σου; Ή σ’ ένα από τα εκατοντάδες γραφικά νησιά που έχει η Ελλάδα; Να ξαπλώσεις την κορμάρα σου, να κάνεις τις μπανάρες σου, να πιεις το ουζάκι σου στο ταβερνάκι με το χταποδάκι σου και την παρεϊτσα σου, να φορέσεις τα ωραία σου και να πας τη βολτίτσα σου το βράδυ στα πετρόκτιστα σοκάκια και να έχεις παραγγείλει την αστακομακαρονάδαρα σου στο καλύτερο εστιατόριο του νησιού», «να βγάλεις τις selfies σου»; Όλη αυτή η περιγραφή δε, είτε με υποκοριστικά είτε σε υπερθετικό βαθμό. ΌΧΙ δεν θέλω. Αυτή είναι η απάντηση.
Και τι πειράζει αν δεν περάσω καλά; Και γιατί ΠΡΕΠΕΙ να προγραμματίσω την καλοπέραση μου; Γιατί τέτοιο άγχος; «Χαρά έχουμε», που λένε και σε μία ταινία. Ας μην έχω προσδοκίες να περάσω καλά, και ας εκπλαγώ. Δεν είναι πιο ωραία;
Γιατί αφενός όλες αυτές οι ερωτήσεις με τα υποκοριστικούλια και τα κλισεδάκια μου δημιούργησαν ήδη τον εξής σουρεαλιστικό καταναγκασμό, να νιώθω ότι είμαι ελεύθερη να είμαι υποχρεωμένη (ή είμαι υποχρεωμένη να είμαι ελεύθερη) να περάσω καλά ΚΑΙ αυτό το ελληνικό καλοκαίρι, αφετέρου γιατί αυτό το copy paste προγραμματάκι για το πώς σκέφτεται ο μέσος Έλληνας τις διακοπές του, μου ρίχνει την «διακοπευτική» μου libido.
Εγώ μετά από έναν τέτοιο χειμώνα (και καλοκαίρι) στις ιδανικές διακοπές μου μπορεί να θέλω να απλώσω το κορμί μου στον καναπέ, να βλέπω Netflix μέχρι να σβήσει ο ήλιος και τα μάτια μου από τη συσσωρευμένη κούραση αυτής της χρονιάς, να πάω για μπάνιο όποτε θέλω, να βγω όποτε μου κάνει κέφι, να φύγω όποτε θέλω και για όσο και όχι μόλις σχολάσω κατευθείαν από τη δουλειά νιώθοντας ότι ο χρόνος τελειώνει και μετράει ήδη ανάποδα (τικ, τοκ, τικ τοκ) και ότι πρέπει, αλλά ΠΡΕΠΕΙ, να περάσω ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ καλά. Και γιατί πρέπει; Γιατί τί θα έχω να πω μετά στους φίλους που θα πρέπει να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε τις μέρες των διακοπών μας για το ποιος τα πέρασε καλύτερα, στους συγγενείς για να έχουν κάτι να κουτσομπολεύουν, στους συναδέλφους για να μην πιστέψουν ότι θα έχεις νεύρα όταν γυρίσεις στο γραφείο επειδή δεν ξεκουράστηκες;
Η διαδικασία της βαλίτσας, του φορτώματος του αυτοκινήτου, του καραβιού είναι σαν θηλιά στο λαιμό μου. Εκτός από τις βαλίτσες, βάζουμε και ένα σωρό σακούλες, σακουλίτσες, σακουλάκια με διάφορα σκ@τολοϊδια.
Και τι πειράζει αν δεν περάσω καλά; Και γιατί ΠΡΕΠΕΙ να προγραμματίσω την καλοπέραση μου; Γιατί τέτοιο άγχος; «Χαρά έχουμε», που λένε και σε μία ταινία. Ας μην έχω προσδοκίες να περάσω καλά, και ας εκπλαγώ. Δεν είναι πιο ωραία;
Έπειτα, δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα η διαδικασία της βαλίτσας, του φορτώματος του αυτοκινήτου, του καραβιού είναι σαν θηλιά στο λαιμό μου. Εκτός από τις βαλίτσες, βάζουμε και ένα σωρό σακούλες, σακουλίτσες, σακουλάκια με διάφορα σκ@τολοϊδια που τα παίρνουμε μαζί μήπως και… λες και πάμε σε άλλο πλανήτη και εκεί δεν υπάρχουν σαμπουάν και … evian για το πρόσωπο. Μία φίλη μου στις διακοπές της πήρε μαζί της από την Αθήνα και έναν κουβά Merenda. Ναι, την οικογενειακή συσκευασία. Από την Αθήνα, για το νησί.
Μπορώ να γκρινιάζω για πάντα αλλά θα με μισήσετε (κι άλλο). Θα πάρω λοιπόν την γκρίνια μου και την ταύτισή μου με την Audrey στη φωτογραφία και θα φύγω και εγώ οσονούπω για διακοπές με αυτόν τον ακριβή τρόπο που περιέγραψα ότι δεν θα ήθελα. Έχοντας αυτό σαν δεδομένο, ίσως φέτος μπορέσω να ανατρέψω υποσυνείδητα την παράδοση. Δεν σας το υπόσχομαι όμως, γιατί θα ψυχαναγκαστώ. Διπλά.
Πηγή: Grace