Η κάλπη των ευρωεκλογών της 9ης Ιούνη παρήγαγε περισσότερα μηνύματα από όσα αποκωδικοποιούν σήμερα τα κόμματα και έθεσε ερωτήματα που έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τις ρηχές τους απαντήσεις. Η ελαφρά ανακατάταξη του πολιτικού σκηνικού είχε μπόλικα ραπίσματα και είναι ίσως η πρώτη φορά που οι τρεις πρώτοι (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) μοιάζουν χαμένοι στη μετάφραση.
Οι ερωτήσεις οδηγούν σε απαντήσεις, αλλά αυτό προϋποθέτει σοβαρή επεξεργασία και αναψηλάφηση της νέας πολιτικής γεωγραφίας που πρόκυψε από τις εκλογές. Γιατί πήγε δεξιά ένας κόσμος της ΝΔ; Γιατί δεν πήγε αριστερά ένας αντίστοιχος; Γιατί πάλι επέλεξαν να απόσχουν με μια αποχή που σημείωσε νέο αρνητικό ρεκόρ και που επίσης αν ακτινογραφηθεί σοβαρά εγκιβωτίζει πολλά ερωτήματα στα κόμματα.
Το βέβαιο είναι πως αν οι ερωτήσεις που προκύπτουν δεν επιχειρηθεί να απαντηθούν συντεταγμένα και με σχέδιο από τις πολιτικές δυνάμεις ο πολλαπλασιαστής της αποδοκιμασίας θα εκπλήξει πολύ περισσότερο προσεχώς.
Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη
Προφανώς όχι. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας διατηρήθηκε παρά τις απώλειες του γαλάζιου στρατοπέδου και το αποτέλεσμα δεν οδήγησε σε μια ανασύνταξη του δικομματισμού με δεύτερη δύναμη μια κραταιά κεντροαριστερή δύναμη. Η όλη πολιτική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί έτσι από το 2020 και δεν φαίνεται να μεταβάλλεται, ενέχει τον κίνδυνο όπως σημειώνουν βετεράνοι της Αριστεράς να κανονικοποιηθεί κι άλλο στη συνείδηση των πολιτών ή ο δεύτερος πόλος να διεκδικηθεί από τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που έχει ονομαστεί και καχεκτικός δικομματισμός, σήμερα φοβίζει και το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ και το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ. Και η αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος που ούτε τώρα καταγράφηκε, προφανώς περνά από ένα πειστικό σχέδιο που πάντως προς στιγμήν αναζητείται.
Η απάντηση τέμνεται με το πυρηνικό πρόβλημα και των δύο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει ξεπεράσει τον κύκλο κρίσης και στρατηγικής που για τους αναλυτές έχει ρίζες ήδη στο 2019. Τότε που υπέστη και εκλογική και πολιτική ήττα και σε αντίθεση με το 2015 που είχε κερδίσει εκλογικά αλλά φαίνεται πως πολιτικά είχε χάσει. Το ΠΑΣΟΚ επίσης παγιώνεται περισσότερο ως ένα μεσαίο κόμμα παρά ως δύναμη με πρόταση εξουσίας. Και στις δύο περιπτώσεις, παρά τις διακριτές διαφορές, το πόσο πειστικός είσαι, φάνηκε πως ήταν καθοριστικό στις ευρωκάλπες της 9ης Ιουνίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη έχει θέμα αξιοπιστίας ενώ η μη επιδοκιμασία του ΠΑΣΟΚ έχει να κάνει με την έλλειψη προοπτικής κάποιου είδους κυβερνησιμότητας. Ρωτήστε και τη βάση του κόμματος.
Για πολλούς είναι μονόδρομος η σύγκλιση στην περιοχή της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς. Σύμφωνα όμως με έναν από τους νόμους του Μέρφι. «Κάθε λύση γεννάει ένα καινούργιο πρόβλημα». Εδώ το νόημα δεν έχει μια συζήτηση, μια συγκόλληση, μια άσκηση αθροίσματος δυνάμεων – αφήστε που και ο νέος εκλογικός νόμος έχει παγίδες για το μπόνους ενός συνασπισμού. Προφανώς σήμερα η όλη κουβέντα άνοιξε άγαρμπα και οριοθετείται σε αμφισβήτηση των στόχων των ηγετικών ομάδων και στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Λέξεις επανέρχονται ως φάρσα – π.χ. το ιστορικό Επινέ του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας –, πρόσωπα επίσης πάνε κι έρχονται ως δελφίνοι σε μικρή (κεντροαριστερή) πισίνα, παλιοί λογαριασμοί μοιάζουν να εξοφλούνται στο μετεκλογικό τοπίο. Το αποτέλεσμα δε της κάλπης που φέρνει πολύ κοντά τους δύο χώρους της Κεντροαριστεράς δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη σύγκλιση. Ο Κασσελάκης δεν θέλει να μιλήσει απευθείας με τον Ανδρουλάκη. Ο Ανδρουλάκης δεν θέλει να πράξει το ίδιο. Σενάρια για συμπόρευση ΠΑΣΟΚ και Νέας Αριστεράς διαψεύστηκαν. Ο Κασσελάκης δεν θέλει καν μια κουβέντα με το κόμμα «των αποστατών» όπως τους λέει. Κανείς δεν μιλάει με κανέναν με οδικό χάρτη τη συμπόρευση. Ολοι μιλούν υπογείως με όλους, μέχρι η βεντάλια να ανοίξει ή να υπάρξει καταλυτικό γεγονός στην όλη διεργασία. Θα περιμένουν πολλοί να σημειολογήσουν τις παρουσίες – απουσίες από τη διεθνή διάσκεψη του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα αυτή την εβδομάδα στο Ωδείο Αθηνών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σκανάρει τα ποιοτικά στοιχεία της κάλπης, όπως όλες οι δυνάμεις. Προφανώς και τα φημολογούμενα νέα ακροατήρια δεν πήγαν, παρά τη διατηρημένη του ισχύ στους νέους, και η στρατηγική του πρόεδρου δεν πέρασε ακριβώς σε δυσκολότερες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Οι τελευταίοι μπορεί να έδωσαν ένα ράπισμα στη ΝΔ, δεν επέλεξαν όμως και μαζικά κάποιον άλλο πόλο. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες ψήφισαν ΝΔ σε ποσοστό 28,2%, ΠΑΣΟΚ 11,6%, ΣΥΡΙΖΑ 11,2%. Προφανώς το κυβερνών κόμμα διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στον εν λόγω χώρο. Το ΠΑΣΟΚ πάλι μοιάζει να έχει μετατραπεί σε κόμμα της επαρχίας. Σταθερά δεν ψηφίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα και αυτό, ναι, είναι ένα θέμα για το ιστορικό κόμμα της Μεταπολίτευσης, των πόλεων και της άλλοτε κοινωνικής κινητικότητας.
Και εδώ σκανάρουν αιτίες και λόγους της μη καν εκλογής ευρωβουλευτή/τριας. Τα μέλη και τα στελέχη είχαν πάρει ζεστά τον αγώνα αν και τις τελευταίες ημέρες πριν από την κάλπη μάλλον έγειραν την πολεμική τους προς τον Κασσελάκη δίδοντας ένα χρώμα «εσωτερικής συριζαϊκής διευθέτησης», παρά ένα μήνυμα αυτοτελούς και εξωστρεφούς στρατηγικής. Ο ζωτικός χώρος υπάρχει, εκτιμούν τα στελέχη της Νέας Αριστεράς αλλά και η όλη τάση έχει πάει «δεξιά», και οι ίδιοι πρέπει να διανύσουν απόσταση μέχρι τη συγκρότηση πόλου – το συνέδριο θα είναι τον φθινόπωρο. Εδώ οι συγκλίσεις συζητούνται αλλά με προσοχή και αστερίσκους. Πώς θα προσέλθεις σε ένα τραπέζι με κάποιον που λες Τραμπ ή με κάποιον που θα πει ναι στην αναθεώρηση του άρθρου 16;
Στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης επιμένουν ότι το 28,31% δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως συντριβή της ΝΔ. Η κυβέρνηση αποδοκιμάστηκε για τις πολιτικές της, επιμένουν ον και οφ κάμερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στα επιχειρήματά τους προσθέτουν την απόσταση που τη χωρίζει από το 33%, το οποίο είχε τεθεί ως πήχης, καθώς και τις 989.709 ψήφους που έχασε η ΝΔ από τον Ιούνιο του 2023. Οι κυβερνητικοί – με πρώτο τον Πρωθυπουργό – διαβάζουν στα παραπάνω νούμερα μια αυστηρή προειδοποίηση του εκλογικού σώματος. Εκλογολόγοι που συνδυάζουν τις επιδόσεις της ΝΔ με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, πάντως, περιγράφουν τις ευρωεκλογές ως δυνατό χαστούκι στο κυβερνών κόμμα αλλά όχι ως χτύπημα νοκάουτ.
Το ερώτημα στο οποίο προσπαθούν από το πρωί της Δευτέρας να απαντήσουν στο Μαξίμου είναι «τι σημαίνει η αποχή για τη ΝΔ;». Σύμφωνα με την πρώτη αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που έστειλαν στην κυβέρνηση όσοι επέλεξαν να μην προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα, το πιο ηχηρό ήταν εκείνο των δυσαρεστημένων με την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Βέβαια, η αποχή χαρακτηρίζεται «πολυπαραγοντική» – εξού και στη λίστα των αιτίων της προστίθενται η αδιαφορία, η κόπωση απ’ τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, η αλαζονεία του 41%, η ενόχληση της παραδοσιακής γαλάζιας βάσης με τη φιλελεύθερη κυβερνητική ατζέντα και πάει λέγοντας. Για κάποιους, όμως, η ερώτηση πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Το αποτέλεσμα αναγκάζει τη ΝΔ να αναλογιστεί πώς αυτοχαρακτηρίζονται οι περισσότεροι απ’ τους απέχοντες ψηφοφόρους της – παραδοσιακοί ή κεντρώοι – προκειμένου να αποφασίσει αν πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της ή να παραμείνει προσηλωμένη στην περίφημη στρατηγική της τριγωνοποίησης, η οποία της επέτρεπε μέχρι πέρυσι να κυριαρχεί στον χώρο του Κέντρου.
Την περασμένη Κυριακή το κυβερνών κόμμα ψήφισαν 1.125.602 πολίτες. Στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου το είχαν στηρίξει 2.115.311 – και στις ευρωεκλογές του 2019 είχε πάρει 1.873.137 ψήφους. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, μετρώντας τα νούμερα που έπιασαν τα υπόλοιπα κόμματα, εκτιμούν ότι είναι εφικτό να επαναπατρίσουν τους ψηφοφόρους που έχασαν επειδή η πλειοψηφία τους δεν κατευθύνθηκε προς κάποιο άλλο κόμμα, είτε δεξιότερα, είτε αριστερότερα της ΝΔ, αλλά έμεινε σπίτι της – ή πήγε στην παραλία. Μια κι είναι δύσκολο – αν όχι ακατόρθωτο – για τους δημοσκόπους να βγάλουν μια ακτινογραφία της αποχής, ο υπολογισμός ακούγεται τουλάχιστον θεμιτός. Εφόσον καταλήξουν στο συμπέρασμα πως κατέγραψαν τις σημαντικότερες απώλειες στον χώρο του Κέντρου, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι οι κεντρώοι χαρακτηρίζονται απ’ όσους έχουν επιχειρήσει να τους ψυχογραφήσουν «απαιτητικό κοινό χωρίς κομματικές ταυτίσεις», θυμίζει ένας επαγγελματίας των μετρήσεων.
Μελετητές του exit poll αναφέρουν ότι αν τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ δεν συγκέντρωναν αθροιστικά από 25% μέχρι 29% σε ορισμένους νομούς της Βόρειας Ελλάδας (όπως Ημαθία, Πιερία, Κιλκίς, Β’ Θεσσαλονίκης, Πέλλα, Εβρος, Σέρρες, Χαλκιδική και Δράμα) θα είχαν πολύ χαμηλότερα πανελλαδικά ποσοστά. Στους απόλυτους αριθμούς, υποστηρίζουν εκείνοι που πιστεύουν ότι στην πολιτική πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξέρεις να μετράς, κρύβεται η απάντηση σε όποιους φοβούνται πως το φάντασμα της Ακροδεξιάς πλανάται πάλι πάνω απ’ την Ελλάδα. Ελληνική Λύση, Νίκη, Φωνή Λογικής και Πατριώτες πήραν φέτος 720.154 ψήφους και ποσοστό 18,12%. Πέρυσι τον Ιούνιο, μαζί με τους «Σπαρτιάτες», είχαν πάρει 716.742 ψήφους και 13,75%.
Μερικές από τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης που κάποτε αποκαλούνταν «κόκκινα κάστρα», όπως η Σταυρούπολη κι η Πολίχνη, ανήκουν στον Δήμο Παύλου Μελά, όπου πριν από έξι μέρες βγήκε πρώτο κόμμα η Ελληνική Λύση. Αυτά τα αποτελέσματα συνοψίζουν για κάποιους την ιδεολογική απόσταση που χωρίζει πλέον τη Βόρεια Ελλάδα απ’ την υπόλοιπη χώρα. Σε έξι από τις βορειοελλαδίτικες εκλογικές περιφέρειες το κόμμα Βελόπουλου είναι δεύτερη δύναμη – αν κι έχει γράψει διψήφιο ποσοστό και σε Δυτική Αττική και Λακωνία. Είθισται συντηρητικές, εθνικολαϊκιστικές και υπερπατριωτικές δυνάμεις να τα πηγαίνουν καλύτερα από τα Τέμπη και πάνω. Οι ευρωεκλογές, όμως, έδειξαν ότι το ρήγμα χρήζει πλέον λεπτομερούς χαρτογράφησης από τους κοινωνιολόγους.
Ο χώρος της Κεντροαριστεράς δεν κρίθηκε – και πάλι – έτοιμος να επαναφέρει τον δικομματισμό. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έπιασαν αθροιστικά 27,71% (πλησιάζοντας για πρώτη φορά εδώ και καιρό τόσο κοντά στο νεοδημοκρατικό ποσοστό). Ωστόσο, κανείς δεν φαίνεται να πιστεύει ότι από τη 10η Ιουνίου έγιναν πια ικανά να απειλήσουν τη ΝΔ. Αντίθετα, η κρατούσα ανάλυση συνεχίζει να θέλει το εκλογικό σώμα να μη διακρίνει στα πρόσωπα των επικεφαλής τους, αλλά και στο πρόγραμμα του κάθε κόμματος ξεχωριστά, μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, η ΝΔ ηττήθηκε φέτος. Η απορία «πώς γίνεται να χάνει κάποιος χωρίς αντίπαλο» δεν λύνεται εύκολα, αλλά υπογραμμίζει ότι δεν λειτουργεί για πάντα ως ατού η απουσία ισχυρών ανταγωνιστών.