Υπάρχει ένα οικογενειακό ανέκδοτο, απολύτου δικής μου έμπνευσης και ερμηνείας. Πόσο θα ήμουν; Εφτά χρονών; Το πολύ οχτώ. Κάπου στην Αθήνα έδινε παραστάσεις το περίφημο, τότε, τσίρκο Μεντράνο. Πώς το ήξερα; Κάπου το είχα ακούσει, ίσως υπήρχαν και διαφημίσεις στις εφημερίδες. Εν τω μεταξύ, δεν θυμάμαι να είχα πάει ποτέ σε τσίρκο. Ηταν ένα είδος θεάματος που δεν ταίριαζε στην αντίληψη των γονιών μου περί παιδικής διασκέδασης. Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα να πάω. Μέχρι που κάτι έγινε, κάποιο χατίρι δεν μου έκαναν, κάποια τιμωρία μού επέβαλαν. Και θύμωσα. Και ήθελα να… επιβάλω κυρώσεις. Μούτρωσα, έβαλα το χέρι στη μέση και ανακοίνωσα τις συνέπειες: «Κι εγώ δεν θα πάω στο τσίρκο Μεντράνο».
Εκανα τις κοινώς λεγόμενες «κόνξες». Και επειδή μου αρέσει η λέξη, έψαξα να βρω από πού προέρχεται. Κατ’ αρχάς, σημαίνει και πείσμα και τσαχπινιά και πονηριά και κατεργαριά και καπρίτσιο. Και μάλλον προέρχεται από την αγγλική έκφραση «conk out» που σημαίνει «παθαίνω ξαφνική βλάβη». Δηλαδή, αυτός που κάνει κόνξες έχει πάθει ξαφνική βλάβη, είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας.
Αφορμή για την ανάδυση της ανάμνησης υπήρξε μία ακόμη πολιτική κόνξα του Στέφανου Κασσελάκη. Που δήλωσε ότι το βράδυ των εκλογών δεν θα πάρει τηλέφωνο τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη. (Εννοείται όχι για να τον ρωτήσει τι κάνει αλλά για τη διερεύνηση πιθανότητας πολιτικής σύγκλισης). Λες και το είχαν συμφωνήσει, λες και το είχαν ανακοινώσει, λες και με αυτήν την προσμονή ζούσε και ανέπνεε ο Ανδρουλάκης, ο οποίος πολύ καλά σχολίασε ότι δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από τη στεναχώρια του. Συντάσσομαι απόλυτα με το μαράζι του Ηλία Κανέλλη έτσι όπως το εξέφρασε στο χθεσινό άρθρο του στα «ΝΕΑ».
Κι εγώ υπόσχομαι συνέχεια στον εαυτό μου να μην ασχοληθώ ξανά ούτε με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ούτε με τους παρατρεχάμενούς του που σπεύδουν να καλύψουν τα κενά της αβάσταχτης «πολιτικής» ελαφρότητας του προέδρου τους έτσι ώστε να είναι μασίφ, να μην υπάρχει ουδεμία ρωγμή, να μη δίνει καμία ευκαιρία, κανένα άλλοθι να σκεφτείς ότι ίσως και να υπάρχουν κάποιοι σοβαροί άνθρωποι εκεί μέσα (που έστω και αν υπάρχουν, έτσι που κρύβονται είναι σαν να μην υπάρχουν). Ε, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο πρόεδρος Στέφανος κάτι θα κάνει, κάτι θα πει, κάπως θα αντιδράσει, με αποτέλεσμα το σουτ που θα δώσει στην πολιτική δεοντολογία για να τη βγάλει εκτός γηπέδου και να την πετάξει στην εξέδρα, να μην μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο ο πρόεδρος Στέφανος δεν έχει αλλάξει μόνο τα φώτα αλλά, όπως διάβασα, σκοπεύει να αλλάξει και το όνομα, περνά μια περίοδο απενοχοποίησης του σουσουδίστικου νεοπλουτισμού. Ακόμη και του ιδεολογικού. Διότι περί ιδεολογικού νεοπλουτισμού πρόκειται να πιστεύεις ότι ήρθες στους «ιθαγενείς» Ελληνες για να τους μοιράσεις «καθρεφτάκια» τάχα μου εκσυγχρονισμού. Ο,τι ακριβώς έκανε σχολιάζοντας την παρουσία του στη… σουίτα μπουζουκομάγαζου και μεταφράζοντας τη στοιχειώδη πολιτική αξιοπρέπεια ως πολιτική δηθενιά.
Και αν δεν καταλάβαμε καλά, ήρθε ο Αρης ο Σπηλιωτόπουλος και μας έλυσε την απορία. Με περισσή χαρά και περηφάνια, ανέβασε στον λογαριασμό του στα σόσιαλ μίντια στιγμιότυπα από το δείπνο στο οποίο παρευρέθηκε, με τους ομοτράπεζούς του, μεταξύ άλλων, Λάκη Λαζόπουλο, Σοφία Μπεκατώρου, κάποιον παίκτη του «Survivor» (όχι αυτόν που είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ). Και όπου, όπως μας είπε, σερβιρίστηκε χαβιάρι, μπλε καβούρι, κροκέτες με γέμιση σεράνο (η σεράνο δεν είναι πια πάστα;) και μια ιδιαίτερη Πάβλοβα.
Είναι κακό να τρώει ένας πολιτικός χαβιάρι, μπλε καβούρι και κροκέτες με σεράνο; Οχι βέβαια. Ιδιαίτερα μάλιστα αν τα πληρώνει ο ίδιος, κάτι που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Το κακό είναι να τα επιδεικνύει. Οχι ο πολιτικός αλλά ο οιοσδήποτε. Και θυμάμαι, στις φωτογραφίες τού υπέροχου Τάκη Τλούπα, τους βοσκούς της Θεσσαλίας να προσπαθούν να κρύψουν από τον «αδιάκριτο» φακό το φτωχικό προσφάι τους, δηλαδή το ψωμί και το κρεμμύδι τους. Ο πολιτισμός (με οιοδήποτε πρόσημο) δεν έρχεται μόνο από τα Χάμπτονς. Ενίοτε έρχεται και από στάνες. Και έχω την εντύπωση ότι τότε είναι και πιο «ακριβός». Ακόμη και από το μπλε καβούρι.