Στις ευρωπαϊκές εκλογές της 9ης Ιουνίου δεν κρίνεται η διακυβέρνηση της χώρας. Για μια άλλη, παράλληλη μάχη, ωστόσο, αυτή η κάλπη είναι κομβικής σημασίας, γιατί δίνει στη διάθεση των βασικών παικτών όλα τα δεδομένα για τη συνέχεια. Η ελληνική Κεντροαριστερά, ο προοδευτικός χώρος όπως τον ξέρουμε στη Μεταπολίτευση, βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ολοι οι πρωταγωνιστές της προηγούμενης περιόδου έχουν παραδώσει τα σκήπτρα τους σε μια νεότερη γενιά, ενώ η διευρυμένη νίκη της ΝΔ στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023 πρόσφερε μια παράταση χρόνου για να αποφασιστεί, από τα κεντροαριστερά στελέχη τουλάχιστον δύο κομμάτων και από τους ψηφοφόρους τους, ποιος θα είναι ο βασικός αντίπαλος της σημερινής κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Από τη 10η Ιουνίου και μετά, εκεί που η υπόλοιπη χώρα θα «χαλαρώσει» από μια παρατεταμένη εκλογική περίοδο, στον προοδευτικό χώρο ξεκινούν οι ουσιαστικές διεργασίες. Οι προθέσεις που αφορούν τη δυναμική των πλευρών, η σημασία των προσώπων και ο τρόπος της αντιπολίτευσης θα έχουν φανεί στην κάλπη. Τα υπόλοιπα θα αποφασιστούν επί τάπητος, ξεκινώντας από ένα καλοκαίρι που, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, δεν αναμένεται ήρεμο. Κι αυτή είναι η μόνη ασφαλής πρόβλεψη που μπορεί να γίνει μέχρι το αποτέλεσμα.
Το βασικό συστατικό που θα καθορίσει την επόμενη ημέρα στην Κεντροαριστερά δεν είναι μόνο η σειρά των κομμάτων, αλλά και το ποσοστό τους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερος, τότε το στρατόπεδο του Στέφανου Κασσελάκη θα έχει πετύχει έναν στόχο που πριν από μερικούς μήνες φαινόταν ακατόρθωτος – μέσα σε ένα εξάμηνο, και με δεδομένες τις απώλειες της διάσπασης, θα έχει καταφέρει να κρατήσει το κόμμα του, με τη νέα μορφή και προσέγγιση που ο ίδιος του έχει δώσει, στη δεύτερη θέση. Τα χέρια του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πια λυμένα, ώστε να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό του κόμματός του σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα «αγκαλιάζει» όλον τον χώρο της λεγόμενης Δημοκρατικής Παράταξης, με το ύφος που ο ίδιος ξεδιπλώνει σήμερα. Η νίκη αυτή δεν θα είναι το ίδιο σημαντική για την Κουμουνδούρου αν η απόσταση με το ΠΑΣΟΚ είναι μικρή, γιατί αυτού του είδους η ισοπαλία δεν θα έχει δώσει έναν καθαρό νικητή στην παράλληλη μάχη για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς, δεν θα έχει καταφέρει να παρουσιάσει μια τετελεσμένη κατάσταση – που θα προσφέρει και στον ίδιο τον Κασσελάκη ενός είδους εσωκομματική ηρεμία.
Η «ισοπαλία» ή ακόμα και η δεύτερη θέση για το ΠΑΣΟΚ (δεδομένο που, παρά τα ευρήματα, δεν αποκλείεται από κανέναν δημοσκόπο), με όποιο ποσοστό, δίνει στη Χαριλάου Τρικούπη τα ηνία των πρωτοβουλιών και της επόμενης ημέρας. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει υποσχεθεί πως με το ΠΑΣΟΚ καταγεγραμμένο δεύτερο σε πανελλαδική κάλπη θα ηγηθεί της προσπάθειας για «κοινωνικές συγκλίσεις» του προοδευτικού χώρου, διεκδικώντας τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό είναι το καλό σενάριο για το ΠΑΣΟΚ – στο κακό, δηλαδή στο ενδεχόμενο να βρεθεί καθαρά τρίτο, δεν είναι απαραίτητο πως ο στόχος του Ανδρουλάκη για συμμαχίες «από τα κάτω» θα αλλάξει. Απλώς, λέει μια εκτίμηση που συζητιέται αρκετά στα κεντροαριστερά πέριξ υπό το πρίσμα των δημοσκοπήσεων, το πρίσμα του καλέσματος θα είναι διαφορετικό, με αντίπαλο όχι μόνο τη ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά και τη διαφύλαξη του προοδευτικού χώρου από την επέλαση του λαϊκισμού, μαζί με όσους συντάσσονται σ’ αυτόν τον στόχο. Με όσες υποχωρήσεις κι αν χρειαστούν για να πετύχει το εγχείρημα.
Στο ενδεχόμενο μιας «ισοπαλίας» ανοίγει και η πιθανότητα οι εσωκομματικές αναμετρήσεις να είναι παράλληλες: αν ο Κασσελάκης δεν πετύχει τον στόχο του ή αν η δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «καθαρή», τότε τα στελέχη που σήμερα μένουν σιωπηλά εν αναμονή της εκλογικής αναμέτρησης δεν αναμένεται να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό – το ενδιαφέρον για τα εσωτερικά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ανέβει αν στις δικές τους φωνές έρθουν να προστεθούν κι άλλες, που σήμερα είναι υποστηρικτικές των επιλογών Κασσελάκη, στη λογική των «θεματοφυλάκων» του κόμματος. Και πάλι, όμως, οι πιθανότητες δομικών αλλαγών, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρξει συσπείρωση που δεν διαφαίνεται σήμερα απέναντι στην ηγεσία, είναι μικρές: η εμπειρία του συνεδρίου είναι πολύ πρόσφατη και ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Κασσελάκης συνεχίζει να χτίζει μια «αδιαμεσολάβητη» σχέση με τη βάση δεν τον καθιστά εύκολο αντίπαλο για οποιονδήποτε κομματικό μηχανισμό, πόσω δε μάλλον για στελέχη των οποίων η μεταξύ τους εμπιστοσύνη έχει διαρραγεί.
Ισως πιο ενδιαφέροντα θα είναι τα τεκταινόμενα στο αντίπαλο στρατόπεδο, με δεδομένο πως το ΠΑΣΟΚ βάσει καταστατικού αναμένει εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου το 2025. Αν όλα πάνε καλά, είναι σχεδόν αυτονόητο πως ο Νίκος Ανδρουλάκης θα αποτελέσει τον πυρήνα τις προσπάθειας για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Τι θα γίνει σε κάθε άλλη περίπτωση; Εκτιμήσεις, που επανέρχονται ανά περιόδους (και ανάλογα τα αποτελέσματα των ερευνών), μιλούν για συγκεκριμένα πρόσωπα που εξετάζουν το ενδεχόμενο αμφισβήτησης των επιλογών της ηγεσίας, ακόμα και για δική τους υποψηφιότητα για την θέση – χωρίς, ωστόσο, κάτι τέτοιο να έχει διαφανεί ως τώρα δημοσίως στον ορίζοντα. Η ιστορία του ΠΑΣΟΚ, λένε άλλα στελέχη εντός του κομματικού μηχανισμού, βρίθει από τέτοια «σενάρια επί χάρτου» τα οποία δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Θεωρώντας πως η κατάσταση, στην πιθανότητα μιας «καθαρής» τρίτης θέσης, θα είναι τόσο κρίσιμη για το ΠΑΣΟΚ που κανείς δεν θα θελήσει να εμπλακεί από την πρώτη γραμμή. Στελέχη όλων των πλευρών, από την άλλη, εκτιμούν πως και η πιθανότητα ο Ανδρουλάκης να εκκινήσει μόνος του διαδικασίες πέραν από αυτές της αποτίμησης του αποτελέσματος, αν δεν προκληθεί, είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις, τα σενάρια και τις υποθέσεις, υπάρχει τουλάχιστον ένας αστάθμητος, σχεδόν «εξωτερικός» παράγοντας – και αυτός δεν είναι άλλος από τον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε μεν στην παρουσίαση των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, φωτογραφίστηκε μαζί με τον Στέφανο Κασσελάκη στην εξέδρα, όμως σε κάθε του δημόσια παρέμβαση το τελευταίο διάστημα (και, όπως φαίνεται, μέχρι και την 9η Ιουνίου) δεν αναφέρεται καθόλου στην Κεντροαριστερά και στο διακύβευμα για τις προοδευτικές δυνάμεις – αντιθέτως, προτιμάει να επικεντρώνεται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, στο μέλλον της Ευρώπη, την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και στη μάχη απέναντι στην Ακροδεξιά.
Μετά τις ευρωεκλογές τοποθετείται χρονικά και η πρώτη εκδήλωση του Ινστιτούτου που φέρει το όνομά του, με παρόμοια (όχι κομματική) θεματολογία, η οποία ωστόσο γνωρίζουμε ήδη πως θα λάβει χώρα στην Αθήνα και σ’ αυτήν έχουν προσκληθεί και προσωπικότητες της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς. Οι κινήσεις του, η δική του παρέμβαση, καθώς και το αν θα επιλέξει να βρεθεί ο ίδιος στην πρώτη γραμμή ή θα «δώσει στίγμα» για την επόμενη ημέρα του ευρύτερου χώρου, θα έχουν το δικό τους ενδιαφέρον – καθώς στο παρασκήνιο, σε μετρήσεις που γίνονται και δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας, το δικό του όνομα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα πιο επιδραστικά πρόσωπα για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου.