Δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο και η Ελλάδα έχει μπροστά της μία πρώτη τάξεως ευκαιρία, την επόμενη τριετία, να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο μέρος των μεταρρυθμιστών της σχεδίων και να κλείσει το χρόνιο επενδυτικό κενό. Παρά τα τριήμερα παζάρια των “σκληρών” της Ευρώπης η έγκριση του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ τοποθετεί την Ελλάδα στις πιο κερδισμένες χώρες, καθώς, αναλογικά, θα λάβει περισσότερα χρήματα σε μορφή επιδοτησεων από ότι σε δάνεια, ενώ το ποσό παραμένει υψηλό και αυξημένο των αναλογούντων κεφαλαίων.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Ελλάδα θα καταβάλει σε μια επταετία περίπου 1.5- 2 δισ. ευρώ περισσότερα στον ενωσιακό προϋπολογισμό για τις «επιστροφές» προς τις πλουσιότερες χώρες, όμως θα λάβει 19 δισ. ευρώ επιδοτήσεων.
Μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει η κυβερνητική επιλογή των σχεδίων και φυσικά η αποτελεσματική εφαρμογή τους, προκειμένου να μην πάνε στο “πηγάδι” οι νέοι κοινοτικοί πόροι συνολικού ύψους 70 δισ. ευρώ. Στόχος της κυβέρνησης είναι, σύμφωνα με πηγές, τα κεφάλαια να επενδυθούν για τη μακροχρόνια μεταμόρφωση της χώρας, δίνοντας βαρύτητα στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στη στήριξης της επιχειρηματικότητας, αλλά και στη μείωση των φορολογικών βαρών.
Αυτονόητο να μην επαναληφθούν οι παθογένειες του παρελθόντος. Μετά από τόσα χρόνια συζήτησης και δέκα χρόνια Μνημονίων στην Ελλάδα φαίνεται πως όλα μένουν ίδια. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η φορολόγηση της 4μελούς οικογένειας παρέμεινε και φέτος η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών. Επίσης, αν και περίπου 85% των συνολικών αποταμιεύσεων των Ελλήνων είναι σε ακίνητα ο φόρος ακινήτων είναι ένας από τους βαρύτερους στην ΕΕ. Επίσης, η Ελλάδα παρέμεινε στη 2η θέση των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ αναφορικά με το ύψος των επιβαρύνσεων στη μισθωτή απασχόληση, καθότι για τα εισοδήματα του 2019 σε μία τετραμελή οικογένεια το συνολικό ποσοστό των κρατήσεων είναι πάνω από το 38%, με αποτέλεσμα να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο διεθνώς μετά το 39,2% της Ιταλίας.
Στο κομμάτι των κοινοτικών πόρων, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ, οι ενισχύσεις ύψους 160 δισ. ευρώ που έχει λάβει συνολικά η Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα είχαν περιορισμένο ή ασαφές αναπτυξιακό αποτύπωμα, με τη χώρα μας να καταγράφει την 5η χειρότερη επίδοση 35% στην εκτέλεση. Αν και οι κοινοτικοί πόροι αντιστοιχούν σε ένα ολόκληρο ΑΕΠ αποδεικνύεται πως έκαναν μία τρύπα στο νερό και σπαταλήθηκαν για δεκαετίες με τον ίδιο τρόπο, συμβάλλοντας κατά το ελάχιστο στη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού αναπτυξιακού μοντέλου. Μετά από 40 χρόνια στην ενωμένη Ευρώπη οι ελληνικές μικρομεσαίες έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
Σημειωτέον ότι από τις βασικές αιτίες των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης ήταν η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων. Η υπέρβαση δε του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν αποτέλεσμα και της επαναλαμβανόμενης περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.´Ετσι, μεταξύ 2008 και 2018 η ελληνική οικονομία κατέγραψε τον υψηλότερο ρυθμό μείωσης της συνολικής επενδυτικής δαπάνης (13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μείωση αυτή προσδιορίστηκε από τη δραματική πτώση τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων επενδύσεων, κατά 10 και 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα. Η τελευταία έκθεση της Κομισιόν για την 6η αξιολόγηση της Ελλάδας παρατηρεί πως το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει εκτελεστεί μερικώς, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και ο στόχος του 1,2% επί του ΑΕΠ δεν επιτεύχθηκε το 2019.
Η Αθήνα, μέχρι τον Οκτώβριο, πρέπει να καταρτίσει ένα εθνικό σχέδιο ανάκαμψης, στο οποίο θα περιγράφεται αναλυτικά η μεταρρυθμιστική ατζέντα για την περίοδο 2021-2023. Εφόσον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογήσει τα σχέδια και εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ελλάδα δύναται να λάβει το πρώτο μέρος των 32 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο Ταμείο Ανάκαμψης, ίσως και εντός του πρώτου τριμήνου του 2021. Στις Βρυξέλλες δεν αποκλείουν να γίνουν κάποιες «διευθετήσεις-γέφυρα» για χρηματοδοτήσεις από φέτος, ενώ οι πόροι από το ευρωπαϊκό ταμείο απασχόλησης ( SURE) θα εκταμιευθούν από το Σεπτέμβριο.
Οι χρηματοδοτησεις δεν θα συνδέονται με όρους τύπου “Μνημονίου” αν και θα υπάρχει επίβλεψη για τα χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Η εκταμίευση θα απαιτήσει την έγκριση της ειδικής πλειοψηφίας των κυβερνήσεων της ΕΕ και θα συνδέεται με την επίτευξη ορόσημων, ενώ αν οποιαδήποτε κράτος εκτιμά πως αυτοί οι στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί, μπορεί να ζητήσει Ευρωπαίους ηγέτες να το συζητήσουν εντός τριμήνου. Σχολιάζοντας την απόφαση, ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπή Μαργαρίτης Σχοινάς δήλωσε ( ΣΚΑΪ 100,3) πως “η Ελλάδα είναι η μεγάλη κερδισμένη”, προσθέτοντας ότι θα είναι πρωτοφανείς οι μέθοδοι εκταμίευσης. «Είναι μια ευκαιρία για μια νέα μεγάλη αρχή στην Ελλάδα», τόνισε. Στη συνέχεια, εξήγησε πως οι πόροι δεν θα διατεθούν μέσω μνημονιακής αιρεσιμότητας αλλά θα υπάρχουν συμβόλαια μεταρρυθμίσεων. Το «χειρόφρενο» θα ενεργοποιείται όταν θα ξεφεύγει η δημοσιονομική πορεία από τα συμφωνηθέντα και το ζήτημα θα συζητείται στο Eurogroup.
Το Ταμείο θα είναι τριετές (δεσμεύσεις πόρων μεταξύ 2021-3), το οποίο χρηματοδοτείται μέσω κοινού δανεισμού, με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κοινοτικού Προϋπολογισμού, ενώ οι πληρωμές θα γίνονται έως και το 2026. Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19,5 δισ. αφορούν επιχορηγήσεις και τα 12,5 δισ. ευρώ δάνεια. Σε αυτά προστίθενται σχεδόν 40 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, τα οποία θα δοθούν μέσα από δράσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την περίοδο 2021- 2027. Οι επιδοτήσεις υποχρεώνουν την Ένωση να δημιουργήσει κεφάλαια για την αποπληρωμή των δανεικών μέχρι το 2058.
Σημαντικό είναι η εμπροσθοβαρής χρήση των πόρων του Ταμείου, δίνοντας έτσι στην ελληνική οικονομία τις απαραίτητες ενέσεις ρευστότητας τα δύο πρώτα κρίσιμα έτη μετά το σοκ της πανδημίας, προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη. Τo 70% είναι πόροι που θα δεσμευτούν τα έτη 2021, 2022, ενώ τα υπόλοιπο 30% μέχρι το τέλος του 2023.
Αποφασίστηκε, επιπλέον, η αναδρομικότητα επιλεξιμότητας, δηλαδή, οι σχετικές δράσεις που ξεκίνησαν από την 1η Φεβρουαρίου 2020 και μετά, μπορεί να είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκουν τους στόχους των αντίστοιχων προγραμμάτων. Σημαντικό βήμα, επίσης, προς ένα ισχυρότερο δημοσιονομικό συντονισμό, το οποίο αφαιρεί βάρος από την Ελλάδα, είναι η απόφαση του κοινού χρέους. Η συμφωνία εξουσιοδοτεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δανειστεί δισεκατομμύρια ευρώ και τα ομόλογα μπορούν να αποπληρωθούν έως τα τέλη του 2058. Αυτό δίνει στη χώρα μας δημοσιονομική ανάσα, δημιουργώντας ένα άτυπο, δεύτερο οικονομικό “μαξιλάρι” για τα επενδυτικά μέτρα στήριξης.
Τα ποσά του Next Generation EU (NGEU), δηλαδή του Ταμείου Ανάκαμψης, αναλύονται στα επιμέρους προγράμματα ως εξής:
• Επιχορηγήσεις EUR 312.5 δις (στο πλαίσιο του συνολικού πακέτου του Recovery and Resilience Facility -RRF- των EUR 672.5 δις)
• Horizon Europe: EUR 5 δις
• InvestEU: EUR 5.6 δις
• Rural Development: EUR 7.5 δις
• Just Transition Fund (JTF): EUR 10 δις
• RescEU: EUR 1.9 δις
• Δάνεια EUR 360 δις
• Σύνολο: EUR 750 δις