Μετά τις σπουδές αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, αντί να ερευνήσει το έργο κάποιου σημαντικού αρχιτέκτονα, η Ιωάννα Θεοχαροπούλου θέλησε να κατανοήσει με ποιους τρόπους η Αθήνα χωράει στην ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Το βρήκε ψάχνοντας σε σελίδες γυναικείων περιοδικών, βλέποντας κωμωδίες του Βέγγου, του Χατζηχρήστου, της Γεωργίας Βασιλειάδου για να αφηγηθεί την ιστορία της αθηναϊκής πολυκατοικίας από την πλευρά των παραμελημένων του καθημερινού μόχθου. Η συγγραφέας του βιβλίου «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» και διδάσκουσα Ανθρωπιστικές Σπουδές στις Τέχνες στο Columbia University επέστρεψε στην Αθήνα συνεχίζοντας να ερευνά πώς μεταμορφώνεται μια σύγχρονη πόλη.
Μετά τον πόλεμο υπήρχε διάχυτη η άποψη ότι η χτισμένη Αθήνα είναι μια αποτυχημένη πόλη. Ο θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Κένεθ Φράμπτον ήταν ο πρώτος που είπε ότι ίσως κοιτάζουμε με λάθος τρόπο την οικιστική της ανάπτυξη. Ετσι κατάλαβα ότι υπάρχει μια κρυμμένη ιστορία που ακόμη δεν έχει ειπωθεί.
Προσπαθώ να μιλήσω για τους παραμελημένους από την ιστορία της αρχιτεκτονικής, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην πρώτη ανοικοδόμηση της Αθήνας αμέσως μετά τον πόλεμο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Δεν είναι μόνο οι αρχιτέκτονες, ούτε οι πολεοδόμοι, που έχτισαν τις ελίτ πολυκατοικίες στην Αθήνα. Μετά τον Εμφύλιο, όταν οι εσωτερικοί μετανάστες έρχονται στην Αθήνα και ψάχνουν δουλειά, πάνε στην οικοδομή. Αυτή η πλευρά της Ιστορίας έχει ενδιαφέρον και δεν είχε ειπωθεί.
Μεγάλωσα στην Αθήνα της δεκαετίας του ’70 και θυμάμαι όλες αυτές τις γελοιογραφίες που έδειχναν τον εργολάβο να έρχεται με μια μπουλντόζα και να τρώει το νεοκλασικό κτίριο. Σύμφωνα με αυτούς, ο εργολάβος ήταν ο κακός. Στην ουσία όμως οι εργολάβοι ήταν μικρές ομάδες από χτίστες, υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους οι οποίοι έρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας μαζί σαν οικογένειες. Και με τις συζύγους τους ξεκίνησαν να χτίζουν οικογενειακές μικρές πολυκατοικίες. Πολλές φορές δούλευαν με έναν τρόπο που είχε να κάνει με κατάλοιπα από μια παλιότερη εποχή. Με τα κατασκευαστικά μπουλούκια που ως φαινόμενο προέρχονταν από τη μετακίνηση χτιστών και τεχνιτών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Καθώς ερευνούσα στα αρχεία παλιών τευχών γυναικείων περιοδικών και ποικίλης ύλης, και έβλεπα τις ελληνικές ταινίες, κυρίως αυτές της εποχής ’50-’60, άρχισα να απαντώ σε μια σειρά από ερωτήματα. Με ενδιέφερε να τοποθετήσω την απλήρωτη, υποτιμημένη εργασία των γυναικών μέσα στην ιστορία του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Στην Ελλάδα οι γυναίκες ήταν πιο πρόθυμες από τους άνδρες να μετακομίσουν σε ένα μοντέρνο σπίτι. Για τις γυναίκες το διαμέρισμα συμβόλιζε την πολυπόθητη τότε ζωή. Πολλές ελληνικές ταινίες αποτυπώνουν τη γυναικεία αυτή στάση, με πιο χαρακτηριστική την ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Αλλά και σε εγχειρίδιο οικοκυρικών της εποχής εντοπίζουμε πλευρές της γυναικείας αισιοδοξίας απέναντι στον εκσυγχρονισμό, όπως και τη μετάβαση από την ύπαιθρο στην πόλη. Στο «Σύγχρονο νοικοκυριό» της Αννας Κασφίκη διαπιστώνουμε πως στα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι αθηναίες νοικοκυρές όφειλαν να γνωρίζουν ακόμη και πώς να μαδάνε ένα κοτόπουλο. Δεν μας εκπλήσσει αυτό αν αναλογιστούμε ότι οι πολυκατοικίες της μεσαίας και της λαϊκής τάξης φιλοξενούσαν και κοτέτσια στην ταράτσα και η Κασφίκη δίνει οδηγίες για τη συντήρησή τους. Σπαρταριστά στιγμιότυπα βλέπουμε και στις ταινίες «Οικογένεια Παπαδοπούλου» του Ροβήρου Μανθούλη και «Η ρόδα» του Θεόδωρου Αδαμόπουλου.
Το κείμενο του ανθρωπολόγου Πέτερ Αλεν ήταν από τα πρώτα κείμενα που διάβασα και αισθάνθηκα ότι έλεγε κάτι διαφορετικό από τους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων τότε που αναφέρονταν στο «πρόβλημα της Αθήνας», στα «κουτιά από μπετόν», στο «τέρας της Αθήνας». Στο άρθρο του το 1980 στο «Ekistics» υπογράμμιζε ότι η σύγχρονη Αθήνα αποτελεί μια μοναδική περίπτωση για την πολεοδομία καθώς από τη δεκαετία του ’50 γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη μαζικής κλίμακας – χωρίς τα οφέλη της βαριάς εκβιομηχάνισης αλλά και χωρίς η πόλη να έχει εκδηλώσει τα σοβαρά προβλήματα τα οποία συνήθως συνδέονται με την ταχεία αστική ανάπτυξη σε χώρες οικονομικά λιγότερο ευνοημένες, δηλαδή κακής ποιότητας στέγαση, εκτεταμένη φτώχεια, υψηλή ανεργία, υποαπασχόληση, υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Ο Αλεν παρατήρησε ότι η πλειονότητα των Αθηναίων απολάμβανε ένα αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο – συγκριτικά, καλή στέγαση, πλήρη απασχόληση, σχετικά υψηλά εισοδήματα και χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Είχε επισημάνει επίσης ότι αυτές οι «επιτυχίες» της ελληνικής αστικής εμπειρίας συνήθως παραβλέπονται.
Το βιβλίο έκανε την πρώτη του έκδοση το 2017 στο Λονδίνο. Ομως ο εκδότης φαλίρισε και είχα μόνο λίγα αντίτυπα στην παρουσίασή του στην αρχιτεκτονική σχολή ΑΑ (Architectural Association). Επρεπε να αγοράσω τα δικαιώματα του βιβλίου μου λοιπόν από τον εκδότη που τον εξαγόρασε. Αργότερα μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Και στη συνέχεια οι σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ Τάσος Λάγκης και Γιάννης Γαϊτανίδης με προσέγγισαν για να κάνουν μια ταινία βασισμένη στο βιβλίο μου. Ποιος θα το περίμενε ότι ένα ακαδημαϊκό βιβλίο που αναφέρεται στην ιστορία της αθηναϊκής πολυκατοικίας και της ανοικοδόμησης (της πόλης) μέσα από τη ζωή των ανώνυμων λαϊκών ανθρώπων της αντιπαροχής θα το έκαναν σινεμά.