Πριν από μερικές ημέρες, ο Στέφανος Κασσελάκης εξεμάνη επειδή θεώρησε λανθασμένη τη στάση ενός εισαγγελέα σε μια δίκη, γι’ αυτό ζήτησε από την ηγεσία της δικαιοσύνης αλλά και από τον αρμόδιο υπουργό Γιώργο Φλωρίδη και τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη «να πάρουν θέση ΑΜΕΣΑ» (τα κεφαλαία δικά του).
Χθες, ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας εξέφρασε την οργή του για την απόφαση του Πρωτοδικείου να ανασταλεί η ανάκληση άδειας και να ανοίξει το κλαμπ στη Βουλιαγμένης που ο Δήμος Αθηναίων είχε αποφασίσει το κλείσιμό του, επειδή κατά τον δήμαρχο είχε σερβίρει αλκοόλ σε ανήλικους. Ο δήμαρχος, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, είπε ότι έπαθε σοκ από την απόφαση και τόνισε σε πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας: «Παλεύουμε πάρα πολύ, ο Δήμος θέλει να προασπίσει την κοινωνία, δεν είναι μόνο οικονομική βλάβη είναι και κοινωνική βλάβη και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη». Ο δήμαρχος δεν ζήτησε από τον Πρωθυπουργό να πάρει θέση ΑΜΕΣΑ, τα έχωσε όμως στον υπουργό Εσωτερικών Θόδωρο Λιβάνιο, που δεν νομοθέτησε ώστε τέτοιες αποφάσεις να είναι αποκλειστικότητα της ΕΛ.ΑΣ. «χωρίς δυνατότητα δικαστικώς να υπάρχει προσωρινή ανάκληση απόφασης».
Τι κοινό έχουν οι δύο αυτές τοποθετήσεις, εκτός από μια αδικαιολόγητη οργή; Μα την απόλυτη άγνοια για το πώς αποδίδεται η δικαιοσύνη – προκειμένου να είναι δικαιοσύνη και όχι έκφραση της επιθυμίας ακόμα και ενός δημάρχου ή ενός σπουδαίου πολιτικού για τα συμφέροντα του λαού. Και ασφαλώς άγνοια της διάκρισης των εξουσιών.
Αλλά η περίπτωση του δημάρχου Αθηναίων έχει και κάτι παραπάνω. Ο τρόπος με τον οποίο επικρίνει το δικαστήριο είναι απρεπής, επειδή μοιάζει να καταλογίζει στη δικαιοσύνη πρόθεση στήριξης μιας παρανομίας, η οποία μάλιστα έπληξε παιδιά – ενώ ο ίδιος, σούπερμαν, παλεύει μόνος του απέναντι στο διεφθαρμένο κράτος και τη δικαιοσύνη για να βοηθήσει όσους το έχουν ανάγκη.
Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου τον διαψεύδει. Τα δικαστήρια δεν δικάζουν με βάση φήμες και επιθυμίες αλλά με βάση έγγραφα και μαρτυρίες. Και η προσφυγή του Δήμου Αθηναίων, όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση με την οποία αναστέλλεται η ανάκληση άδειας του καταστήματος (714/2024), δεν έγινε για το αλκοόλ στα παιδιά (για το οποίο μιλάει ο δήμαρχος) αλλά λόγω μεταβίβασης της άδειας λειτουργίας του – την οποία ο Δήμος δεν τεκμηρίωσε, δεν απέδειξε, εξού και κατέπεσε η διοικητική απόφασή του για σφράγισμα.
Με βάση όσα μαθαίνουμε από τη δικαστική απόφαση, τόσον καιρό ο επικεφαλής της δημοτικής αρχής κατηγορούσε την επιχείρηση που σφράγισε ότι έδινε αλκοόλ σε παιδιά, χωρίς να έχει χρησιμοποιήσει αυτή την υπόθεση προκειμένου να αιτιολογηθεί στο δικαστήριο η απόφαση σφράγισης. Αυτό ονομάζεται παρέλκυση, δηλαδή κοροϊδία. Και η επιλογή να κλείσει ένα μαγαζί για μια κατηγορία την οποία επικαλείται στα ΜΜΕ ενώ στο δικαστήριο προβάλλει άλλο λόγο είναι σκέτος αυταρχισμός. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η διάκριση των εξουσιών – για να προστατεύονται οι πολίτες και από την ισοπεδωτική εξουσία ενός τύπου πολιτικής. Επειδή στο ακροατήριο δεν αρκεί η ηθικολογία, χρειάζεται και τεκμηρίωση όσων συμβαίνουν.
Ο ένας ζητά από τον υπουργό να καταργηθεί η δικαιοσύνη για να μπορεί να αποφασίζει ανενόχλητος ό,τι θέλει. Ο άλλος έχει άποψη για το πώς πρέπει να κάνει τη δουλειά του ένας εισαγγελέας, σε υπόθεση που δεν γνωρίζει. Ευτυχώς, η εξουσία τους είναι πεπερασμένη – φανταστείτε να ήταν πρωθυπουργοί ή να είχαν δύναμη.
Και οι δύο είναι ριζοσπάστες για τον λαό. Και παίρνουν μηδέν στην αγωγή του πολίτη.