Μια πικετοφορία δυσαρεστημένων δημοσιογράφων και συνδικαλιστών έξω από τα γραφεία μιας φιλελεύθερης εφημερίδας που πρόδωσε τις αρχές της: να ένα θέμα που οι συντάκτες της Guardian θα καλούνταν υπό κανονικές συνθήκες από τους αρχισυντάκτες τους να καλύψουν, να αναλύσουν και να σχολιάσουν. Μόνο που οι δημοσιογράφοι που, για πρώτη φορά εδώ και μισό αιώνα, πραγματοποίησαν διήμερη απεργία την περασμένη εβδομάδα και την επαναλαμβάνουν σήμερα και αύριο, είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της Guardian. Και στόχος των κινητοποιήσεών τους είναι η φιλελεύθερη ιδιοκτησία της εφημερίδας, η Scott Trust, που ιδρύθηκε το 1936 για να προστατεύσει την Guardian και τη φιλελεύθερη δημοσιογραφία.
Τα αιτήματα των απεργών έχουν αναπόφευκτα έναν συντεχνιακό χαρακτήρα: δεν ζητήθηκε η γνώμη τους για την απόφαση να πουληθεί η Observer, η κυριακάτικη αδελφή της Guardian δηλαδή, σε μια νέα start-up, την Tortoise Media, που παράγει ενδιαφέρον περιεχόμενο, αλλά δεν έχει καταφέρει να σημειώσει κέρδη στα έξι χρόνια της ύπαρξής της. Οι όροι της συμφωνίας είναι σκοτεινοί και οι προβλέψεις για μελλοντική κερδοφορία βασίζονται σε ευσεβείς πόθους. Οι δημοσιογράφοι δικαίως ανησυχούν για το μέλλον τους. «Αυτό που είδα στο πεζοδρόμιο του Λονδίνου την περασμένη εβδομάδα ήταν κάτι σπάνιο, αλλά πολύ σημαντικό: η αλληλεγγύη», γράφει στον ιστότοπο Social Europe ο Στέφαν Στερν, που έχει εργαστεί σε διάφορα μέσα και σήμερα είναι επισκέπτης καθηγητής στο University of London. «Φίλοι και συνάδελφοι είχαν έλθει να συμπαρασταθούν. Οι οδηγοί κορνάριζαν επιδοκιμαστικά. Είχε και τούρτα».
Η εικόνα αυτή ξεπερνά το δημοσιογραφικό πλαίσιο, σημειώνει ο Στερν. Και αποτυπώνει τη σύγχυση και την αμηχανία στους κόλπους των φιλελευθέρων γι’ αυτό που έγραφε πριν από έναν αιώνα ο Γέιτς: «Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι / είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους» (Δευτέρα Παρουσία, μετάφραση Γιώργου Σεφέρη). Πού οφείλεται αυτή η διάχυτη μελαγχολία; Το αίσθημα προδοσίας από τους φιλελεύθερους εργοδότες τους που νιώθουν οι δημοσιογράφοι της Guardian είναι άραγε το ίδιο που έκανε τον Πολ Κρούγκμαν να εγκαταλείψει ύστερα από 25 χρόνια τους φιλελεύθερους New York Times με την υπόσχεση ότι θα γράφει «σε άλλα μέρη»;
Ο αρθρογράφος του Social Europe θυμάται μια φράση που του έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας του, ένα απαύγασμα εβραϊκής σοφίας που ακουγόταν εκείνα τα χρόνια στα καφέ της Βιέννης: «Der Dalles schlägt sich» (Αυτοί που μάχονται τα βάζουν ο ένας με τον άλλον). Είναι άλλο να απεργεί ένας εργάτης εναντίον ενός στυγνού εργοδότη που έχει αντίθετα συμφέροντα από αυτόν κι άλλο να ξεσπάει πόλεμος ανάμεσα σε δύο πλευρές που υποτίθεται ότι πιστεύουν στα ίδια πράγματα και προωθούν τους ίδιους στόχους. Στην πρώτη περίπτωση ένας κερδίζει κι ένας χάνει, στη δεύτερη χάνουν και οι δύο.
«Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά», έγραφε ο Γέιτς. «Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά».