Με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Θέατρο Σημείο παρουσιάζει από τις 7 Δεκεμβρίου στη Σκηνή lab σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή το νέο έργο του μεγάλου Έλληνα θεατρικού συγγραφέα Άκη Δήμου «Αν ήμουν κόκκινο». Το κείμενο είναι γραμμένο κατά παραγγελία από το Θέατρο Σημείο και με έμπνευση τη θρυλική θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη.
Άλλωστε τόσο ο Δήμου, όσο και η Αναγνωστάκη αποτελούν ιδανικούς παρατηρητές της μαγικής αυτής εποχής, που ακόμα δεν έχει τελειώσει, και μάλιστα από απολύτως ξεχωριστό και προσωπικό «μετερίζι» ο καθένας.
Το «Αν ήμουν κόκκινο» περιγράφει μια απρόσμενη συνάντηση. Η Λούλα έχει απομονωθεί σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κι εκεί αναμετράται με τον μεγαλύτερο εχθρό όλων των συγγραφέων, την λευκή σελίδα που περιμένει να γραφτεί. Ξαφνικά, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα και μια άγνωστη εισβάλει στο δωμάτιο – η Άννα. Φοράει στο λαιμό λευκά διαμάντια και στο χέρι της κρατάει ένα ζευγάρι γόβες, κατακόκκινες. Στο ίδιο χρώμα «του πάθους και της ήττας» είναι και οι κουβέντες των δυο γυναικών, για συζύγους κι εραστές, για την Αριστερά και τον Εμφύλιο, για την επανάσταση και το συμβιβασμό, για τον έρωτα και το θάνατο. Κρασί, ουίσκι και τσιγάρα, τραγούδια, δάκρια και γέλια, μαύρα γυαλιά, κόκκινες γόβες και λευκά διαμάντια – όλα αυτά συνθέτουν το τέλειο περιβάλλον για μια βραδιά που «προμηνύεται θεαματική».
Στο φόντο, η Ελλάδα και ο Κόσμος του 1989. Ο Δήμου τοποθετεί την δράση του έργου ακριβώς την στιγμή που όλα τελείωσαν και που, ταυτόχρονα, ξεκίνησαν: η πτώση της ΕΣΣΔ, η κορύφωση της πολιτικής των σκανδάλων στην Ελλάδα, η έναρξη, στη Δύση, του δόγματος ότι «ζούμε το τέλος της Ιστορίας». Η Πολιτική και η Ιστορία κρέμονται πάνω από τη συνάντηση των δύο γυναικών, σαν ήχοι από βόμβες που πέφτουν κι ακούγονται υπόκωφα, πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο. Οι δύο ηρωίδες έχουν πάθος για ζωή και ό,τι κι αν γίνεται γύρω τους, αρνούνται να το βάλουν κάτω.
Το 2024 είναι χρονιά πολέμων κι εκλογών, συγκρούσεων κι εξελίξεων και κανένας δεν ξέρει τί θα φέρει το 2025. Όσο κι αν η κοινωνία έχει προχωρήσει, το 1989, απ’ ό,τι όλα δείχνουν, δεν είναι και τόσο μακρινό. Με το «Αν ήμουν κόκκινο», το Θέατρο Σημείο επιθυμεί να θέσει ένα ερώτημα επείγον κι αναπόδραστο: Πώς γελάει κανείς σφίγγοντας τα δόντια; Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι Ιωάννα Μακρή και Ελίνα Παπαθεοδώρου.
Τ’ ότι καταφέρνουν να περιγράψουν την ελληνική κοινωνία μ’ ακρίβεια, ειλικρίνεια και αμεσότητα. Δεν επιδιώκουν να κρύψουν τις αντιφάσεις της, δεν την αθωώνουν αλλά και δεν την καταδικάζουν. Την εξετάζουν. Η εποχή μας έχει ανάγκη από παθιασμένη ψυχραιμία. Συγγραφείς όπως ο Δήμου και η Αναγνωστάκη, προσφέρουν, θεωρώ, μια τέτοια θεώρηση.
O Κόσμος σήμερα περνάει από μια άγρια φάση, επικίνδυνη κι απρόβλεπτη. Καθίσταται αναγκαίο να σταθούμε και ν’ αναστοχαστούμε, να επιχειρήσουμε μια γόνιμη επανεξέταση των συνθηκών που μας οδήγησαν εδώ όπου βρισκόμαστε, προτού αποφασίσουμε τα κρίσιμα επόμενα βήματά μας. Το «Αν ήμουν κόκκινο», κατά την άποψή μου, επιχειρεί να φέρει τους θεατές σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση. Να φύγουν από την παράσταση πρόθυμοι να σκεφτούν πότε, γιατί και πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτούς τους «ενδιαφέροντες καιρούς».
Οπωσδήποτε. Είμαι της άποψης δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για το ελληνικό θέατρο, χωρίς τη σταθερή σκηνική παρουσίαση της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής. Θεωρώ, μάλιστα, ότι τα νέα έργα που γράφονται για το θέατρο, πρέπει και να εκδίδονται, όχι ως αναμνηστικά, αλλά για να μπορέσουν να συνεχίσουν την σκηνική τους πορεία, ως ζωντανά έργα τέχνης. Ξέρετε, κι εγώ γράφω και μπορώ, επομένως, ν’ αντιληφθώ πόσο σημαντικό είναι για ένα κείμενο να παρουσιαστεί με τρόπο όσο το δυνατόν πιο πλήρη στο κοινό. Ως σκηνοθέτης, έχοντας παρουσιάσει μέχρι στιγμής κυρίως κλασικά έργα, Γκαίτε, Σαίξπηρ, Μολιέρο, Τσέχωφ κλπ, θεώρησα ότι τώρα ήρθε η στιγμή ν’ αναμετρηθώ με τις απαιτήσεις μιας δυνατής φωνής της εποχής και του τόπου μου.
Δεν ξέρω αν είναι η μόνη, οπωσδήποτε όμως είναι μια αναμφισβήτητη απόδειξη. Αν το καλοσκεφτούμε, οι ανώνυμοι άνθρωποι που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν και που είναι πια νεκροί, κερδίζουν μια κάποια αιωνιότητα όσο επιζούν στις αφηγήσεις μας. Είναι μια πανανθρώπινη αντίληψη αυτή, από τον Μονταίν ως τους σαμάνους, ότι η αφήγηση και δια μέσου αυτής η ανάμνηση αποτελούν μια μορφή αθανασίας.
Θα έλεγα πως ναι, η Μεταπολίτευση τελείωσε με την Κρίση και σφραγίστηκε με την Πανδημία. Τα ζητήματα που τίθενται τώρα είναι εντελώς άσχετα από εκείνα τα οποία ήταν τα μείζονα από το 1974 και περίπου ως τις προηγούμενες εκλογές. Για παράδειγμα, το δίπολο Αριστερά-Δεξιά είναι σαφές ότι έχει πια δώσει τη θέση του σε πολυπολικές πολιτικές εκφράσεις, ιδεολογικά ορφανές. Το πιο σπουδαίο κληροδότημα της Μεταπολίτευσης είναι οι θεσμοί της, που μέχρι στιγμής, αν και κλυδωνίστηκαν, εντούτοις άντεξαν. Είναι καθήκον μας να διαφυλάξουμε ότι θα συνεχίσουν ν’ αντέχουν, ότι δεν θα είναι όμηροι ούτε ενός καχύποπτου κι εκβιαστικού ελιτισμού, ούτε μιας κυνικής και λαϊκιστικής φαυλοκρατίας.
Το Θέατρο Σημείο από την ίδρυσή του υπήρξε φορέας μιας ανθρωπιστικής αντίληψης και παιδείας. Ο Ανθρωπισμός, αυτή η μακρινή παράδοση της Αναγέννησης, είναι μια ιδέα που σήμερα πρέπει να επανέλθει στη δημόσια συζήτηση, καθώς αφορά σε ζητήματα απολύτως επίκαιρα, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η πολιτική με όρους επικράτησης, η σχέση με το περιβάλλον και η αναζήτηση μιας σαφούς, περιεκτικής και αυτοτελούς ταυτότητας. Σκοπεύω να προχωρήσω μ’ αυτή την πεποίθηση. Πρακτικά τώρα, το Θέατρο Σημείο πρόκειται συνεχίσει να παρουσιάζει ένα ευρύ ρεπερτόριο, μ’ έργα κλασικά, όπως ο «Ερρίκος Ε’» του Σαίξπηρ, που θα είναι η επόμενη δουλειά μου, αλλά και σύγχρονα, ενισχύοντας, ταυτόχρονα την εξωστρέφειά του μέσα από μια σειρά ποικίλων συνεργασιών μ’ άλλους θεατρικούς φορείς, θιάσους, εταιρείες και ομάδες, είτε καταξιωμένους ήδη, είτε ανερχόμενους. Μ’ ενδιαφέρει το Σημείο να μπορέσει να μετουσιώσει την παράδοση απ’ την οποία προέρχεται και την οποία εκφράζει, σ’ αυτό που θα είναι το θέατρο του μέλλοντος: μια συνολική καλλιτεχνική δημιουργία, που θ’ απευθύνεται σ’ όλες τις αισθήσεις και θα προσφέρει στον θεατή μια νέα, μοναδική κι απ’ τη φύση της ανεπανάληπτη εμπειρία. Όχι απλά κάτι που βλέπουμε, αλλά κάτι που βιώνουμε.