Η υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής ξύπνησε φρικτές μνήμες στο μυαλό τριών παιδιών από την Αχαΐα, που από την τρυφερή, παιδική τους ηλικία των 6 μόλις ετών, έγιναν έρμαιο στις αρρωστημένες ορέξεις των γονιών τους.
Τότε παιδιά, σήμερα ενήλικες, θυμούνται. Κι είναι ίσως οι μόνοι που μπορούν να καταλάβουν απόλυτα τα όσα αδιανόητα έχουν βιώσει, τα παιδιά της οικογένειας των αστυνομικών.
«Πολλές φορές, όταν σου συμβαίνει αυτό και ειδικά από οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς να ευθύνεται το παιδί, προκαλεί ενοχές στον εαυτό του. «Θα φταίω που θα μπει ο μπαμπάς και η μαμά φυλακή. Και μήπως δεν ήταν τόσο κακό αυτό που έγινε».
Μεγάλωνα έτσι, ήξερα μέσα μου ότι ήταν λάθος, αλλά ένιωθα κι εγκλωβισμένη. Ότι δε μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Έλεγα «οκ», ξέρω ΄γω, «θα μιλήσω και θα μπουν φυλακή, μετά τι θα κάνουμε; Πού θα πάμε;» Εγώ δεν ήξερα καν ότι υπήρξαν ιδρύματα τότε, δηλαδή, έχεις και μια αμφιβολία το τι θα γίνει μετά», είπε η 28χρονη κόρη της οικογένειας.
Επί 11χρόνια, τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ζούσαν τον απόλυτο εφιάλτη. Οι γονείς τους, τα χτυπούσαν και τα βίαζαν σχεδόν καθημερινά. Προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός και τα παιδιά μεγάλωσαν και σύντομα συνειδητοποίησαν τη φρίκη.
«Εγώ, 16χρονών κοπέλα, έκανα μπάνιο στο σπίτι μου, μόνο όταν έλειπε ο πατέρας μου. Γιατί εγώ όταν έμπαινα για μπάνιο μέσα, ο άνθρωπος, ενώ είχαμε δύο μπάνια, μπορεί να έμπαινε κι αυτός με κοίταζε. Ένα βράδυ είχαμε τσακωθεί πάρα πολύ άσχημα και ορκίστηκε στα κόκαλα της γιαγιάς μου, στην πεθαμένη του τη μητέρα, ότι δε θα μας ξανά πείραζε. Συνέχιζε να κυκλοφορεί γυμνός στο σπίτι, δηλαδή κάποια πράγματα δεν κόπηκαν. Ήξερα ότι αυτό δε θα τελείωνε ποτέ», είπε η 28χρονη.
Το Πάσχα του 2013 η μεγαλύτερη αδελφή, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει. Μπορεί να φοβόταν αλλά δε δείλιασε. Έπρεπε να σώσει τα μικρότερα αδέλφια της αλλά και τον εαυτό της.
«Έκανα παρέα τότε, με μια κοπέλα, της ανοίχτηκα κάποια στιγμή, μίλησα και με την αδελφή της τη μεγάλη τότε, είχε πάρει η αδελφή της κι είχε κάνει ανώνυμη καταγγελία στο «Χαμόγελο του Παιδιού» και τέλος πάντων, κάποια στιγμή πήρα κι εγώ κι έκανα καταγγελία σαν μεγάλη κόρη κι είχαν πει ότι θα μας ειδοποιήσουν. Περνάει λίγο χρονικό διάστημα από την καταγγελία που είχαμε κάνει, επειδή έβλεπα ότι δεν γινόταν κάτι, έρχεται η Μ. Τετάρτη τότε, το 2013, είχαν φύγει οι δικοί μου να ψωνίσουν για το Πάσχα και παίρνω τηλέφωνο την αστυνομία. Τους λέω το περιστατικό, μου λένε, τους λέω θέλω να κάνω μια καταγγελία για ξυλοδαρμό και σεξουαλική κακοποίηση, μου λένε ότι «είσαι ανήλικη, πρέπει να δηλώσουν την αίτηση η γονείς σου». Και γυρίζω και τους λέω «τους γονείς μου θέλω να καταγγείλω».
Τα όσα ακολούθησαν θυμίζουν ταινία θρίλερ, με την αγωνία για την τύχη των παιδιών να παραμένει, ως το τελευταίο δευτερόλεπτο.
«Ανοίγω την πόρτα και ήταν τρεις ασφαλίτες έξω. Τους λέω «εγώ σας κάλεσα», μου δείχνουν σε φωτοτυπίες, από ταυτότητα, τους γονείς μου, μου λένε «αυτοί είναι οι γονείς σου;» τους λέω «ναι». «Μαζέψτε τα πράγματά σας και πάμε να φύγουμε. Κλειδώστε τα τζάμια, όχι τα εξώφυλλα, μη φανεί ότι το σπίτι είναι κλειστό, να φαίνεται ότι είστε μέσα και πάμε να φύγουμε. Παίρνω το μικρότερο αγκαλιά και πάω να φύγω και μου φωνάζει η αδελφή μου από μέσα και ο αδελφός μου ο άλλος ότι «ήρθανε, ήρθανε». Και λέω στον έναν (αστυνομικό) «μη μας αφήσετε, γιατί αν μας αφήσετε τώρα, καταστραφήκαμε». Και μου λένε «μην αγχώνεσαι, μπες μέσα, όλα τελείωσαν». Πιάνουν λίγο τους δικούς μου, μόνους τους στο σαλόνι να μιλήσουν και έρχονται και μας λένε «ετοιμαστείτε, φεύγουμε», είπε η 28χρονη.
Από εκείνη τη στιγμή, τα παιδιά είδαν ξανά τους κακοποιητές γονείς τους μόνο στο δικαστήριο. Άκουσαν την ποινή. 123 χρόνια φυλακή για τον πατέρα, 103 αρχικά και τελικά στο εφετείο 74 στη μητέρα. 9 χρόνια μετά την αρχική καταγγελία από την ίδια τους την κόρη, οι δύο αυτοί άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ζουν στην ίδια πόλη με τα παιδιά τους.
«Ήταν ο φόβος, μας είχε προκαλέσει υπερβολικό φόβο. Διάφορα μας έλεγε ότι «και να μπω φυλακή κάποια στιγμή θα ξαναβγώ. Θα ξαναϊδωθούμε, θα σας ξαναβρώ». Ταράχτηκα. Αγχώθηκα. Πιέστηκα πάρα πολύ. Είχα την απορία και ήθελα να τους δω. Ήθελα να δω το πώς κατέληξαν, το πώς σκέφτονται. Το μόνο που μου λέγανε ήταν συγγνώμη και ότι το έχουν μετανιώσει και κατάλαβαν το λάθος μου. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να σας πω ότι αντιλήφθηκα όντως ότι μετάνιωσαν», είπε ο 23χρονος, που είχε πέσει θύμα κακοποίησης των γονιών του.
Αυτά τα παιδιά δε ξέχασαν ποτέ. Δεν επέτρεψαν όμως, στον εφιάλτη που έζησαν να διαλύσει τη ζωή τους. Πάλεψαν και τα κατάφεραν. Βγήκαν νικητές. Στάθηκαν γερά στα πόδια τους και πλέον μπορούν να κοιτούν με αισιοδοξία το μέλλον.