Αν ερμηνεύω σωστά τη σιωπή της μιας πλευράς και τις δηλώσεις της άλλης, τότε η Κύπρος πρέπει, κατά το λεγόμενο, να έφαγε πόρτα από το ΝΑΤΟ. Αντιλαμβάνομαι ότι η όλη συζήτηση από κυπριακής πλευράς είναι μάλλον συμβολικού χαρακτήρα και γίνεται για δύο λόγους. Αφενός, προκειμένου να εδραιωθεί η εντύπωση προς τα έξω ότι, με την επιθυμία της να ενταχθεί στη Συμμαχία, η Κυπριακή Δημοκρατία ξεπλένει το πρόσφατο παρελθόν της ως πλυντήριο των Ρώσων και ευθυγραμμίζεται με τη Δύση και, αφετέρου, για να δείξει προς το εσωτερικό ότι αναλαμβάνει δράση για το εθνικό θέμα, δηλαδή το πρόβλημα της τουρκικής κατοχής.
Στις δηλώσεις του σχετικώς, ο κ. Χριστοδουλίδης παραδέχθηκε ότι η Κύπρος δεν μπορεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, επειδή με την κρατούσα ισορροπία των πραγμάτων είναι αδύνατο να το δεχτεί η Τουρκία. Στο σημείο αυτό, κατά την κρίση μου, σταματά η συζήτηση. Οσο για τη διατύπωση του κ. Χριστοδουλίδη ότι «συζητούμε με τις ΗΠΑ στα τρία επίπεδα που προσφέρει η ιδιότητα του κράτους-μέλους», δεν σημαίνει τίποτα, διότι από το «συζητούμε» μέχρι το σ«υμπράττουμε» και πολύ περισσότερο μέχρι το «συμμετέχουμε» η απόσταση είναι τεράστια. Εξάλλου, αν η συζήτηση στα τρία επίπεδα αρκούσε για να είναι η Κύπρος ικανοποιημένη, δεν θα συζητούσαμε τώρα για την πρόθεσή της να ενταχθεί στη Συμμαχία.
Ο κ. Χριστοδουλίδης υποστηρίζει ότι το «συγκριτικό πλεονέκτημα» της Κύπρου είναι η γεωγραφική θέση της. Δεν θα το έλεγα με τη βεβαιότητα του Προέδρου, διότι στην Κύπρο υπάρχουν ήδη οι βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκελείας, που χρησιμοποιούνται για όλες τις αμερικανοβρετανικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επομένως, γιατί να μπλέξει η Συμμαχία σε μια διαμάχη με την Τουρκία για χάρη της Κύπρου; Δυστυχώς για την Κύπρο, το μειονέκτημά της υπερτερεί των όποιων πλεονεκτημάτων της και το μειονέκτημα αυτό είναι, φυσικά, η Τουρκία. Κατ’ αρχάς, είναι η κατοχή του βόρειου τμήματος της νήσου. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα δεχόταν ένα νέο μέλος η Συμμαχία το οποίο βρίσκεται ήδη σε οξεία διαμάχη με άλλο μέλος της, η οποία μάλιστα διαρκεί εδώ και μισό αιώνα. Ενταξη υπό τις προϋποθέσεις αυτές δύο τινά μόνο θα μπορούσε να σημαίνει: είτε ότι η Κύπρος αποδέχεται την επιβεβλημένη από την Τουρκία διαίρεση της νήσου είτε ότι η Συμμαχία ανοίγει μόνη της μια πληγή στον εαυτό της, που την αποδυναμώνει και την κάνει να δείχνει, ας πούμε, σαν Ευρωπαϊκή Ενωση. Ούτε το ένα θεωρώ πιθανό, ούτε το άλλο.
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Χριστοδουλίδης ελπίζει – έτσι δηλώνει τουλάχιστον – ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ «όταν όλα θα είναι στη θέση τους». Στην πραγματικότητα, όμως, το νόημα της συγκεκριμένης δήλωσης είναι το αντίθετο εκείνου που φαίνεται εκ πρώτης όψεως, διότι αυτό που υπονοεί με τη φράση «όλα στη θέση τους» είναι η λύση του Κυπριακού, δηλαδή η επανένωση της νήσου. Παρά τη διπλωματική κινητικότητα του τελευταίου διαστήματος, λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα και ο λόγος προκύπτει από παλαιότερες δηλώσεις του κ. Χριστοδουλίδη της 17ης του μηνός. «Είμαστε υπέρ της λύσης των πραγματικοτήτων στο νησί» είπε ο Πρόεδρος της Κύπρου. «Και οι πραγματικότητες στο νησί», συνέχισε, «είναι ότι έχουμε μια παράνομη εισβολή, μια παράνομη κατοχή και την ίδια στιγμή έχουμε μια Κυπριακή Δημοκρατία που είναι μέλος της ΕΕ και θα συνεχίσει να είναι και μετά από μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού».
Ωστόσο, του διαφεύγει, ίσως κιόλας να αποφεύγει να την αναφέρει για λόγους προφανούς σκοπιμότητας, η πιο σκληρή από τις πραγματικότητες: ότι η τουρκική κατοχή διαρκεί πια μισό αιώνα και όσο και αν δεν μας αρέσει, είναι και αυτό μέρος της πραγματικότητας. Εμείς βέβαια μπορούμε να την αγνοούμε, αν αυτό μας ικανοποιεί, όμως δεν μπορούμε να τη διαγράψουμε.
ΠΡΟΤΡΕΧΟΥΜΕ
Παρατηρώ ότι με τόσα κόμματα στη Βουλή (πόσα δεν είμαι σίγουρος, έχω χάσει τον λογαριασμό…) έχει φουντώσει η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, μολονότι ο Πρωθυπουργός απέκλεισε την αλλαγή του. Παρ’ όλα αυτά, το φάσμα της ακυβερνησίας φοβίζει, με αποτέλεσμα η συζήτηση να συνεχίζεται ακάθεκτη. Λογικό είναι και κατανοητό. Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως θα ήταν καλύτερα για όλους μας, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, αν συγκεντρωνόμασταν στα τρία χρόνια που έχουμε μπροστά μας μέχρι τις εκλογές, αντί να προτρέχουμε ανησυχώντας για το 2027, το 2028 κ.ο.κ. Σε τελευταία ανάλυση, από το έργο της κυβέρνησης σε αυτά τα σχεδόν τρία χρόνια που απομένουν θα εξαρτηθούν τα πάντα.